(Γράφει η mnk)

στην Φωτεινή

«Πᾶν γὰρ ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται.» (Ηράκλειτος)

[Μετάφραση: Κάθε τι που έρπει, εξουσιάζεται με χτυπήματα]

 

ΑΛΗΘΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ 1η

Είχα γνωρίσει έναν παππού, σ’ ένα ορεινό χωριό, που το -ας πούμε- χόμπυ του ήταν να υποτάζη φίδια διαφόρων μεγεθών, από μικρούτσικα φιδάκια, μέχρι και δίμετρους φίδουκλες.

-Όλα τα φίδια, είτε έχουν δηλητήριο είτε όχι, όταν ενοχληθούν σηκώνουν το κεφάλι να δαγκώσουν, δεν έχουν άλλο όπλο.-

Ο παππούς, ο φιδοδαμαστής, πριν πάει να τσιγκλήση το φίδι, έβρισκε ένα κλαρί ή κλαράκι ανάλογο με το μέγεθος του φιδιού, και μόλις εκείνο σήκωνε κεφάλι, την στιγμή ακριβώς της επίθεσης, τού έδινε ένα χτυπηματάκι πάνω στο κεφάλι, όχι να τού κάνη ζημιά, αλλά αρκετό γιά να το ξαφνιάση ώστε να μαζέψη το κεφάλι πίσω, πριν προλάβη να δαγκώση.

Ο παππούς ισχυριζόταν πως μετά από 5-6 απανωτές επαναλήψεις του τσιγκλίσματος και της σφαλιαρίτσας, αυτό το συγκεκριμένο φίδι δεν επρόκειτο να ξαναδαγκώση άνθρωπο, ΠΟΤΕ ΠΙΑ!

Ίσως και να έλεγε βλακείες, αλλά το γεγονός ήταν πως, μετά την «εξημέρωση» (=σπάσιμο του τσαμπουκά), έπαιρνε το φίδι και το έβαζε μέσα στο πουκάμισό του, κυριολεκτικά στον κόρφο του (ἤ αν ήταν μεγαλύτερο το έριχνε στον ώμο) και γύριζε θριαμβευτικά στα καφενεία, όπου τον κερνούσαν τσίπουρα. Οι χωριανοί τον σέβονταν, ίσως και λίγο να τον φοβόντουσαν. Έλεγαν πως η οικογένειά του από πάντα ήξερε αυτό το κόλπο, που πέρναγε από παππού σε εγγονό, και πως σ’ αυτούς και το «χόμπυ» τους, οφείλεται το ότι, ενώ η περιοχή τους έχει αρκετά φίδια, δεν έχουν καθόλου περιπτώσεις δαγκωμένων από φίδια.

 

ΑΛΗΘΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ 2η

Είχα γνωρίσει έναν άλλον παππού, σ’ ένα ακόμη πιό ορεινό χωριό, ο οποίος έλεγε μιά ιστορία από τα απώτατα νειάτα του, όταν ήταν γύρω στα 17.

Έλεγε, λοιπόν, πως κάποτε έπρεπε να κάνει μιά διαδρομή πάνω στο βουνό, η οποία περνούσε κοντά σε μιά στάνη. Η στάνη είχε 5-6 άγρια τσοπανόσκυλα, που δεν άφηναν κανέναν να πλησιάση.

Η ορεινή εθιμοτυπία ορίζει πως ο διαβάτης φωνάζει από μακρυά στον τσέλιγκα να μαζέψη γιά λίγο τα σκυλιά του, ώστε αυτός να μπορέση να διαβή χωρίς να δεχτή επίθεση. Ό συγκεκριμένος τσέλιγκας, όμως, ήταν ημιπάλαβο στραβόξυλο κι άρχισε να τον κοροϊδεύη.

Ο νεαρούλης τα χρειάστηκε κι άρχισε να συλλογίζεται την πιθανότητα να γυρίση πίσω στο χωριό του. Όταν, όμως, σκέφτηκε τον θυμό του πατέρα του γιά το ότι στάθηκε ανίκανος να εκτελέση την παραγγελία του, καθώς και την χοντρή κοροϊδία, επί δειλία, που θα έτρωγε από τα μεγαλύτερα αδέρφια του γιά μήνες και μήνες, αποφάσισε πως καλλίτερα ήταν τα τσοπανόσκυλα. Έκανε, λοιπόν, τον σταυρό του, μαζεψε όλο του το θάρρος και ξεκίνησε.

Σε λίγα λεπτά, είδε κι άκουσε την σκυλοσυμμορία να ορμάει καταπάνω του, αγριεμένη. Στερεώθηκε καλά στο έδαφος κι ετοιμάστηκε να παλέψη γιά την ζωή του. Τα σκυλιά τον περικύκλωσαν γαυγίζοντας κι άρχισαν τις δοκιμαστικές/εικονικές εφόδους.

-Τα τσοπανόσκυλα, επειδή έρχονται αντιμέτωπα με πολύ επικίνδυνα ζώα, όπως οι λύκοι και οι αρκούδες, δεν δίνουν αποτρεπτικά δαγκώματα στα χέρια και τα πόδια, αλλά ορμάνε κατευθείαν στο λαρύγγι γιά να σκοτώσουν μιά κι έξω.-

Αφού τον γυρόφεραν γιά λίγα λεπτά ορυώμενα, σαν ινδιάνοι Σιού που περικύκλωσαν καταυλισμό αποίκων, ξαφνικά ένα απ’ αυτά εκτινάχτηκε για το λαρύγγι του. Την στιγμή που η μούρη του σκύλου έφτασε στο μισό μέτρο, η γροθιά τού σκληραγωγημένου νεαρού αγρότη προσγειώθηκε πάνω στα ρουθούνια του. Το σκυλί μάτωσε, πόνεσε, έσκουξε κι έπεσε πίσω. Ως διά μαγείας, η πολιορκία λύθηκε. Η αγέλη αποτραβήχτηκε σε απόσταση ασφαλείας, και τον επιτηρούσε γρυλλίζοντας καθώς απομακρυνόταν απ’ τον ζωτικό τους χώρο, με μοναδική αβαρία την ματωμένη γροθιά του, στο σημείο που ήρθε σε επαφή με τα γυμνωμένα δόντια του σκύλου.

Διότι, όπως εξήγησε ο παππούς, τα τσοπανόσκυλα είναι ευφυέστατα ζωντανά και δεν διακινδυνεύουν περισσότερο απ’ όσο είναι απαραίτητο. Επειδή είναι αγελαία ζώα, την γροθιά που έφαγε το ένα απ’ αυτά, είναι σαν να την έφαγαν όλα μαζί. Αν καταφέρης να κάνης ένα απ’ αυτά να σκούξη από πόνο, κάνουν πίσω όλα, είπε ο παππούς.