Αρχική

Όνειρο μιάς τετραγωνικής υπογραφής

16 Σχόλια

i.

Ποιός νά ‘ταν, τώρα, πού ‘χε αυτή την ιδέα, γιά σεμινάριο με θέμα: “Η κοινωνική επίδραση των θετικών επιστημών”!… με κύρια έμφαση όχι στις εφευρέσεις τους, όπως το ηλεκτρικό ρέυμα, αλλά στο κατά πόσο διαχρονικώς ο κοσμάκης ασχολούταν με την φιλοσοφία τους.

Τελείως παλαβό· όμως, δέ βαρυέσαι. Έτσι κι αλλοιώς, οι περισσότεροι (διδασκόμενοι καί διδάσκοντες) πήγαιναν γιά τα χρήματα· ή καί γι’ άλλα, όπως πχ τη βεβαίωση ότι το πέρασαν. (Χαρτούρα να μαζεύεται, μπας κι εντυπωσιαστεί κανείς μελλοντικός εργοδότης.) Ή την ευκαιρία να βρούν γνωριμίες γιά πρόσληψη σε δουλειά. Ή γνωριμίες σκέτες.

. . . . . . . .

Είχε αναλάβει την εισαγωγή στη Φυσική. Ιστορική αναδρομή, φιλοσοφία (εδώ είμαστε!) των κατά καιρούς μεγάλων κεφαλών της επιστήμης αυτής, επεξήγηση -στο περίπου- το πού βρίσκεται η έρευνα σήμερα, τέτοια πράγματα. Είχε βάλει καί τέστ!… Μάλιστα, κύριος! Τέστ! Διότι, σύμφωνα με το πρόγραμμα, έπρεπε. Έστω, ένα, καθ’ όλη τη διάρκεια του σεμιναρίου – καί τώρα συνέλεγε τις απαντήσεις απ’ αυτό το ένα.

Πήρε το γραπτό της μαθήτριας, που βγήκε τελευταία απ’ την αίθουσα, καί τού ‘ριξε μιά πολύ βιαστική ματιά.

“- Έγραψες το όνομά σου; το βασικώτερο!”, της είπε χαμογελαστός. “Γιά να ξέρω ποιό άτομο βαθμολογώ!”

“- Έ, το έγραψα! Κοιτάξτε το!”, του απάντησε.

Ναί, όντως, το είχε γράψει. Αλλά, επειδή τα επιμορφούμενα άτομα ήταν ενήλικες, γιά κάποιο λόγο η διεύθυνση του σεμιναρίου είχε απαιτήσει να υπογράφουν κιόλας κάθε έγγραφο σχετιζόμενο μ’ αυτά.

Πράγματι, κάπου δίπλα υπήρχε κι η υπογραφή της κοπέλλας…

…Κι απόμεινε να την κοιτάζει σαν κεραυνόπληκτος.

. . . . . . . .

Δεν είχε ξαναδεί τέτοια υπογραφή.

Ήταν ένα τετράγωνο πλαίσιο, σαν κινέζικο σφραγιδάκι. Μέσα του, ένα μάτσο καμπύλες γραμμές, άλλες λεπτές, άλλες ελαφρά πιό χοντρές. Ούτε πέννα μελάνης του παλιού καιρού να χειριζόταν, η κοπελλιά!
Οι τρείς πλευρές του τετραγώνου είχαν εφαπτόμενη από μία καμπύλη γραμμή, απ’ τις χοντρές, ενώι η τέταρτη είχε μιά παρόμοια γραμμή δίπλα της, χωρίς να εφάπτεται. Προς το κέντρο του τετραγώνου, τα λοιπά γράμματα του επιθέτου της σπαγγέττι ανακατεμένο.

Γιά κάποιον ανεξήγητο λόγο, απ’ όλο το σύνολο του έκαναν άμεση εντύπωση οι εφαπτόμενες στην περίμετρο τρείς γραμμές.

“- Ντάγκ-ντάγκ-ντάγκ!!!”, μονολόγησε, κάπως φωναχτά.

“- Ντάγκ!”, αντιλάλησε η κοπέλλα, που ήδη είχε απομακρυνθεί τέσσερα-πέντε μέτρα προς την έξοδο.

Γύρισε απότομα το κεφάλι του· δεύτερος κεραυνός! Η κοπελλιά είχε γυρίσει προς το μέρος του καί του χαμογελούσε. Την κοίταξε στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει τί ακριβώς ζούσε εκείνη τη στιγμή· σε ποιά σκηνή ήταν πρωταγωνιστής. Της χαμογέλασε κι αυτός, ωστόσο. Πάντα σε βγάζει απ’ την αμηχανία ένα χαμόγελο.

. . . . . . . .

Πέρασαν μερικές στιγμές, με ματιές διασταυρωμένες στη σιωπή. Δεν χρειαζόταν, άλλως τε, να μιλήσουν. Ήξερε αυτή πως κοίταζε την υπογραφή της, ήξερε ποιό ακριβώς μέρος πρόσεξε, κι ήξερε κι αυτός πως ήξερε κι αυτή.

“- Πόσο iq έχεις;”, κατόρθωσε τελικά κι άρθρωσε λόγο· αν κι έπρεπε ν’ αναρωτηθεί πρώτα γιά το δικό του, εφ’ όσον δεν είχε την πρόνοια να μην πάει κατ’ ευθείαν στο ψητό. Αφού πάντα πρόσεχε τί λέει με αγνώστους, καί συμβούλευε κι άλλους γιά το ίδιο… Tώρα, πώς;…

“- 278!”, τού ‘κλεισε την μυαλόπορτα σε ολισθηρές σκέψεις η φωνή της.

Δεν πρόλαβε να ξαναμιλήσει, η κοπέλλα πάλι λες καί πρόλαβε τη σκέψη του.

“- Δεν είναι απ’ τις παραλλαγές, που βγάζουν υψηλή βαθμολογία, είναι το κανονικό τέστ νοημοσύνης!”, του είπε. “Άλλως τε, η κυρία … , που μας το έκανε, έβγαλε τα πρώτα αποτελέσματα σε ανακοίνωση – καί την ανάρτησε!”

Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να μην την πιστέψει.

“- Εντάξει, θα τη δω την ανακοίνωση! Σ’ ευχαριστώ, μπορείς να φύγεις!”

. . . . . . . .

ii.

“- Ζωή σ’ εσάς, κύριε!”

“- Σ’ ευχαριστώ!”

Στάθηκε αποσβολωμένος, μή ξέροντας τί να πεί καί τί να κάνει. Είχε ξεχάσει καί το γιατί έβαλε το χέρι στην τσέπη του· να δώσει στον άλλον ένα μικρό φιλοδώρημα, ήταν ο αρχικός σκοπός. Όμως, ο εργάτης είχε ήδη απομακρυνθεί.

Μόλις είχε παρακολουθήσει το απαίσιο έθιμο της εκταφής. Καί δή, της εκταφής σε ό,τι απέμεινε απ’ τη μητέρα του. (Ως πλησιέστερος συγγενής, μαθές.)

Στο εξωτερικό, έστω στα χωριά, βλέπεις τάφους αιώνων· που, το μόνο που τους πειράζει, είναι τα καιρικά φαινόμενα. Κανείς δεν ασχολείται, κανείς δεν παραπονιέται γιά έλλειψη χώρου, ώστε να ξεθάψουν τους πεθαμένους γιά να παραχώσουν άλλους. Νά, εδώ δές! Ο κύριος Τζών Σμίθ, καλός χριστιανός, παντρεμένος, ζήσας βίον ενάρετον, 1532-1597, είναι θαμμένος παραπάνω από τέσσερεις αιώνες, καί δεν τον έχει ενοχλήσει κανείς έκτοτε· ούτε κάν του ζήτησε ενοίκιο. Αλλά σ’ εμάς, γιατί;

Δεν είναι ότι δεν είχε ξαναδεί σκελετούς, ή ότι τον τρόμαζε η ιδέα του θανάτου. Όχι. Ούτε το ότι επρόκειτο γιά τόσο οικείο του πρόσωπο, άρα επεμβαίνει το συναίσθημα καί φέρνει κατάρρευση. Όχι, όχι, ούτ’ αυτό. Σίγουρα όχι.

Αλλά ήταν επελαύνουσα η ξαφνική επίγνωση πως, όλα μα όλα, καταλήγουν …σ’ αυτό;

. . . . . . . .

Παιδική ηλικία, παιδικά πάρτυ γενεθλίων μ’ άλλα πιτσιρίκια, σχολείο, σπουδές, οι πρώτες απόπειρες γιά δουλειά, κατά καιρούς τραπεζώματα με συγγενείς, ταξίδια, εκκλησία, Ανάσταση, εργασίες στο σπίτι, υδραυλικά, ηλεκτρικά, έπιπλα, τηλέφωνα, τηλεοράσεις, ωραίες στιγμές, μά καί καυγάδες, συν οι παλιές φωτογραφίες, αναμνήσεις, τραγούδια, μουσικές, επισκέψεις στον παιδίατρο, μέχρι δεκαετίες αργότερα στον γιατρό της, με τη μάνα του υποβασταζόμενη…

Θυμήθηκε καί τις πλάκες που της έκανε κατά καιρούς.

“- Μή σέ τυλίξει αυτή η π@υτάνα!», του είχε πεί μιά φορά με πολύ θυμωμένο, αυστηρό ύφος, γιά κάποια εξ αρχής πρόσκαιρη σχέση του, βέβαιη ότι ο γυιός της ήταν ντίπ αλαφρόμυαλος καί σκεφτόταν (αν σκεφτόταν) μονάχα με το ένστικτο της αναπαραγωγής του είδους. Δεν συνέβη, βέβαια· αλλά έναν χρόνο μετά (κι όταν η σχέση ήταν ήδη παρελθόν), της ανακοίνωσε μ’ ένα πειραχτικό ημιχαμόγελο: “- Μάνα, αυτή που έλεγες, τελικά τύλιξε άλλον, με περισσότερα λεφτά!”

“- Γκρρρμμμφφφ!!!”, ήταν η απάντηση, μεθ’ ημισείας στροφής της κεφαλής. Συμπυκνωμένο το νόημα: πού πάς, ρέ βρέφος, να με κοροϊδέψεις εμένα;

Ωστόσο… Όλα, μα όλ’ αυτά καταλήγουν …σ’ αυτό; Παναπεί, σ’ έναν σκελετό μέσα σε μιά πλαστική σακκούλα, καί το σύνολο σ’ ένα μεγάλο βαρέλι;

Το χαριτωμένο της υπόθεσης, όμως, ήταν πως τα κόκκαλα της μάνας του ήταν απάνω-απάνω στον σωρό, καί τά ‘βλεπε ο Ήλιος μέσα απ’ το άνοιγμα της σακκούλας, μιά που το βαρέλι δεν είχε καπάκι. Την έβλεπε ο Ήλιος, σαν τη μέρα που γεννήθηκε!

Χαμογέλασε στη σκέψη. “- Καλή επάνοδο, μάνα! ΑΝ το θες!”, είπε, καί κίνησε να φύγει.

. . . . . . . .

Καί γάρ, ζούμε με δανεικά – που, υποχρεωτικά, θα τα ξοφλήσουμε μιά μέρα.

Δανεικό σώμα

δανεική προσωπικότητα

δανεικές αναμνήσεις…

…καί δανεικό χρόνο.

Δεν είχε πιά νόημα να κάθετ’ άλλο εκεί.

. . . . . . . .

iii.

Το λέγαν εδώ κι αιώνες, χιλιετίες, μή σου πω, οι διάφοροι σοφοί καί μύστες. Το ανακαλύπτει μπουσουλώντας κι η σύγχρονη Φυσική: τα πάντα είναι ένα σύνολο από ενέργειες καί συχνότητες. Τα πάντα! Όμως, ποιός να το καταλάβει; κι ακόμη περισσότερο, ποιός να το συνειδητοποιήσει;

Όσον αφορά καθαρά την επιστημονική θεώρηση, οι ίδιοι οι επιστήμονες κρύβονται σα νήπια πίσω απ’ την μαθηματική περιγραφή των φαινομένων. “- Έτσι μπορούμε να τα περιγράψουμε!”, λένε – καί σηκώνουν τα χέρια. Κάνε, όμως, πως τους ζητάς εξηγήσεις του τί ακριβώς λένε οι μαθηματικοί τους τύποι, καί τους μεταβάλλεις αυτοστιγμεί σε νήπια με νοητική υστέρηση!

Είμαστε κι εμείς, λοιπόν, ένα σύνολο από ενέργειες καί συχνότητες… Ά! Βάλε καί την πληροφορία! Αυτά, που κάποτε συνόψισε ο Πλάτων στην έκφραση: “ο κόσμος των ιδεών”.

Κι όμως! Ήταν, νομίζω, ο αγαπημένος δάσκαλος Διογένης, που του χώθηκε του κυρ-Πλάτωνα ακόμη μιά φορά – προς μεγίστη θυμηδία των μαθητών αμφοτέρων των φιλοσόφων.

“- Τί λές, ρέ!”, του είπε. “Κι άμα έρθει κάποιος καί σου σβουρίξει μιά σφαλιάρα, θα την αποκαλείς κι αυτή ‘ιδέα’;”

Οι μαθητές του Πλάτωνα γελούσαν, όχι τόσο γιά την παρατήρηση του Διογένη, όσο γιά το ότι ο Πλάτων, γραφιάς-γραφιάς μεν, αλλά διέθετε σωματοδομή καί δύναμη παγκρατιστή· άρα, το να πάει να του ρίξει κάποιος φάπα, ήταν πράξη σχεδόν αυτοκτονίας – αν θύμωνε ο φιλόσοφος.

Χαμογέλασε κι ο Πλάτων, αλλά δεν είναι γνωστό τί του απάντησε.

. . . . . . . .

Μάζεψε τα χαρτιά των απαντήσεων σ’ έναν φάκελλο, γιά να τα πάρει να τα βαθμολογήσει στο σπίτι. Έκανε να φύγει, αλλά θυμήθηκε. “- Ανακοίνωση, έ;”, μονολόγησε.

Παράτησε φάκελλο, μαρκαδόρους, λοιπά συμπράγκαλα απάνω στην έδρα της διδασκαλίας, κι άρχισε να ψάχνει γιά την ανακοίνωση. Τη βρήκε τελικά στην αίθουσα εισόδου, μέσα σε διαφανές πλαστικό, κολλημένη απάνω σε μιά κολώνα του κτιρίου· ανάμεσα σε γκράφφιττι κι αφίσες διαφόρων περιεχομένων, από διαφημίσεις κέντρων διασκεδάσεων, μέχρι κομματικών εκδηλώσεων.

Είχε στο χαρτί μονάχα δυό ονόματα… γιά την ακρίβεια, τ’ αρχικά τους. Με μεγάλα τυπογραφικά στοιχεία. Το υψηλώτερο iq ήταν όντως της κοπελλιάς με την παράξενη υπογραφή. Το δεύτερο υψηλώτερο, 217 αυτό, ήταν μιάς άλλης δεσποινίδας, ελάχιστα εκδηλωτικής μέσα στην αίθουσα. Αυτή, πάλι, ούτε μίλαγε, ούτε λάλαγε· μόνο έπαιρνε σημειώσεις.

Την ήξερε καί τη δεύτερη… όσο το ρήμα “ήξερε” είχε κάποια σημασία, γιά μιά καθαρά τυπική γνωριμία μέσα σ’ αίθουσα διδασκαλίας: ετούτη εδώ ήταν μιά “μιγάδα τετάρτου”, αυτό που οι αγγλόφωνοι αποκαλούνε “κουαντρούν”. Κάποιος παππούς, μάλλον ναυτικός, έκανε παιδί με Αφρικανή γιαγιά, καί το παιδί αυτό ξαναπαντρεύτηκε άτομο από ‘δώ. Όθεν κι η δεσποινίς “217”.

Ανασήκωσε τους ώμους. Δεν τον απασχολούσε, αλλά η ανακοίνωση αυτή ήταν λιγάκι παράταιρη.

Ή, μήπως, τον απασχολούσε τελικά;

Κοίταξε τριγύρω με τρόπο λες κι επρόκειτο να κάνει ληστεία τσάντας γριάς μετά φόνου, αλλά δεν ήταν κανείς. Ξήλωσε βιαστικά την ανακοίνωση καί την έχωσε στην τσέπη του. Το κενό, ήταν παραπάνω από σίγουρο πως θα καλυπτόταν μ’ άλλα παλιόχαρτα, ως τάχιστα· μέχρι αύριο, θα είχε τακτοποιηθεί το θέμα. Άσε που κανείς δεν θα ‘δινε σημασία στην ξεφτισμένη μπογιά μιάς κολώνας καί σε μερικά σελοτέϊπ επί κολώνας κρεμάμενα.

Ξαναγυρνώντας πίσω, στα πράγματά του, σκέφτηκε να τα ψάλλει ένα χεράκι στη συνάδελφο με τα τέστ νοημοσύνης. Βλέπεις, τα έξυπνα άτομα κι οι τυχόν ανακαλύψεις τους δεν πέφτουν πάντα σε χέρια καλών ανθρώπων. Μή σου πω, σχεδόν ποτέ! Οπότε, καλώς έπραξε καί ξήλωσε την ανακοίνωση. Διότι δεν αρκεί να είσαι έξυπνος, γιά νά ‘χεις καλόν δρόμο σ’ αυτή τη ζωή. Πρέπει καί να μπορείς να βλέπεις τριγύρω σου τί παίζει. Κι αν δεν μπορείς, κάποιος κομμάτι πιό προσγειωμένος πρέπει να βρεθεί, να σε προστατέψει απ’ την αβλεψία σου.

Αν μή τί άλλο, το ξεμπρόστιασμα τόσο προσωπικών στοιχείων είναι ασυγχώρητη επιπολαιότητα. Άλλα έξυπνα άτομα στο διάβα της Ιστορίας πλήρωσαν με τη ζωή τους το προσόν τους αυτό, ας μην ξεχνάμε.

Ωστόσο, το ξανασκέφτηκε· αν της έλεγε τίποτε της συναδέλφου, θα τον άρχιζε στις ερωτήσεις – γυνή, γάρ. Καλύτερα ν’ άφηνε το θέμα να ξεχαστεί. Με τίποτε δικαιολογίες της πλάκας – ξέρω ‘γώ; το ξηλώσανε, δεν ξέρω ποιός. Κι ελπίζοντας στην ύπαρξη λελογισμένης ποσότητας τεμπελιάς της, να μην ξανατυπώσει την ανακοίνωση καί να μην την ξαναναρτήσει.

Ακολουθώντας ασυναίσθητα το τραίνο των σκέψεών του, έριξε μιά αφηρημένη ματιά προς το βάθος του διαδρόμου, ένθα καί το γραφείο της συναδέλφου. Δεν είχε κάποιο νόημα αυτή η κίνηση, αλλά (με τ’ αναμμμένα φώτα) θυμήθηκε πως κάποιες αίθουσες είχαν ακόμη μιά ώρα ωράριο.

Αποφάσισε να φάει αυτή την ώρα μέσα στην άδεια αίθουσα, να καθήσει να σκεφτεί.

. . . . . . . .

iv.

Πολύ περίεργο πράγμα το Σύμπαν!…

Σύνολο από ενέργειες καί συχνότητες (καί πληροφορίες) μέν, αλλά τί το εμποδίζει ν’ αντανακλά τα ίδια καί στους ανθρώπους;

Αυτή η κοπελλιά, τώρα… Αν η εμφάνισή μας μιλάει γιά το τί είμαστε, καμμία σχέση με ενέργειες καί τα ρέστα. Κάπως ψηλή γιά γυναίκα, γεματούλα, πάντα χαμογελαστή, την έκοβες γιά βοηθό σε κομμωτήριο· αλλά με Φυσικές καί τέτοια, καμμία σχέση – θα ορκιζόσουν. Μα, καμμία! Σιγά, τώρα, μην περίμενε κανείς απ’ αυτήν ειδίκευση στις υποατομικές συμμετρίες, φερ’ ειπείν!

Κι ούτε είχε εκπαίδευση σχετική· διότι, αν είχε, δεν θα είχε κάποια ανάγκη νά ‘ρθει σε εισαγωγικό σεμινάριο τρεχαγύρευε.

Αλλά, αυτή η υπογραφή… Θύμιζε πολλά – καί τίποτε. Από διατάξεις κρυστάλλων καί κραμάτων κι ηλεκτρικά κυκλώματα, μέχρι κινέζικα συμπλέγματα ιδεογραμμάτων καί σολομωνικές σφραγίδες. Καί περικοκλάδες από επιγραφές σ’ αγιογραφίες, μή σου πώ. Κάτι, κάπως, όμως, μαρτυρούσε ότι το συγκεκριμένο άτομο συντονιζόταν με θεμελιώδη μεγέθη του Σύμπαντος.

Καί στο κάτω-κάτω, ποιός είσ’ εσύ, ρέ φίλε, να κρίνεις; Μήπως η πρώτη γνωριμία με τον Μότσαρτ γέμιζε το μάτι κανενός;

. . . . . . . .

Είναι γεγονός πως η ανθρωπότητα ανεβαίνει απότομα επίπεδο· κι αυτά τα νέα παιδιά πιθανώτατα είν’ οι προάγγελοι ενός μέλλοντος, που εμάς τους σημερινούς θα μας βλέπει σα μαϊμούδες – απλώς, κάπως εξυπνώτερες των μπανανοσυλλεκτών τριχωτών εξαδέλφων μας. Είναι φανερό πως, εφ’ όσον η πληροφορία αυξάνεται, αναγκαστικά αυξάνεται παράλληλα κι η εγκεφαλική χωρητικότητα της μνήμης των ανθρώπων, καθώς κι η ταχύτητα της επεξεργασίας της. Πιθανώτατα κάποια μέρα οι άνθρωποι (γιά να ξεπεράσουν το πρόβλημα της ογκώδους πληροφορίας) να συμπήξουν ακόμη κι εγκεφαλικό δίκτυο. Από μόνοι τους, χωρίς έξωθεν βοήθεια.

Όμως, πάντα παραμονεύει ο όφις ο αρχαίοςη ανηθικότητα. Ο κακός εγωϊσμός… όσο μπορεί να έχει σημασία μιά τέτοια έννοια επάνω σ’ ένα πιθανό δίκτυο ανθρωπίνων εγκεφάλων.

Που τα γκρεμίζει όλα, όσα έξυπνα άτομα κι αν παράγει αυτή η γή. Καί τα βάζει να ξεκινάνε εξ αρχής.

. . . . . . . .

v.

Μάζεψε τα πράγματά του, καί κίνησε να φύγει. Δεν ήθελε να τον βρούν να χαζεύει ακόμη στην αίθουσα οι συνάδελφοι των άλλων μαθημάτων, διότι πάλι θα λέγανε γιά έξοδο γιά ποτά, και δεν είχε όρεξη.

Συχνότητες, έ; Ταλαντώσεις; Δονήσεις; Ενέργειες;

Χαμογέλασε στην ιδέα, ότι ίσως μιά μέρα κάποιος φυσικός θα έμπαινε στον πειρασμό να περιγράψει τη συγκεκριμένη κοπελλιά με μαθηματικό τρόπο.

Όμως, το Σύμπαν, αγαπητέ, δεν ερμηνεύεται -έστω, αναγκαστικώς- με Μαθηματικά.

Το Σύμπαν ερμηνεύεται με το Σύμπαν.

Επ-ανάστασις (β’ μέρος)

16 Σχόλια

(προηγούμενο)

. . . . . . . . .

V.

Στο σαλονάκι δεν υπήρχε κανείς.

Ή, μάλλον, υπήρχε, αλλά δεν φαινόταν με την πρώτη· μονάχα μιά υποψία ύπαρξης στην άκρη του ματιού.

Καθισμένος σε μιά πολυθρόνα σε μιά γωνιά, μ’ ένα βιβλίο μπροστά του, ένας άλλος άντρας· με γενειάδα καί μοντέρνα ρούχα – στα σαραντατόσα του.

Τον κοίταξε προσεκτικά. Κάτι του θύμιζε.

«- Γειά σας;», έκανε διστακτικά. «Με συγχωρείτε, βοηθάτε λίγο τη μνήμη μου; γνωριζόμαστε από κάπου;»

«- Γνωριστήκαμε πριν από καμιά, μιάμιση ώρα!», έκανε ο άλλος μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο. «Υπό -χμ- κάπως ασυνήθιστες συνθήκες!»

Τον ξανακοίταξε. Ερευνητικά.

«- Μά, ναί! Είσαστε ο δεύτερος παπάς, που ήρθε πάνω απ’ τον τάφο μου καί απήγγειλε εκείνα τα περίεργα!»

Ο άλλος χαμογέλασε πιό πλατειά.

«- Ακριβώς!»

Ήθελε ν’ ανοίξει διάλογο, αλλά η ομιλία ήδη άρχισε να τον κουράζει. Έτσι, περιορίστηκε στο να δείξει τα ρούχα του ιερέα, μ’ ένα ερωτηματικό βλέμμα.

«- Το ράσο μου δεν το φοράω, γιά να μή δίνω στόχο στους περίεργους. Μόνο όταν απαιτηθεί.»

Κάθησε σε μιά άλλη πολυθρόνα, αντικρυστά, επειδή άρχισε να τον κουράζει κι η ορθοστασία.

Έκανε το σχήμα του σταυρού με τους δείκτες των δύο χεριών του, καί πάλι ρώτησε με τα μάτια τον παπά, δείχνοντάς του το στήθος του.

«- Ά, ο σταυρός μου! Τί σας έκανε εντύπωση επάνω σ’ αυτόν, καί ρωτάτε;»

«- Οι ακτίνες γύρω του!», κατέβαλε προσπάθεια να τελειώσει την πρότασή του.

Ο ιερέας σοβάρεψε. «- Είναι πανάρχαιο Ελληνικό σύμβολο, που ονομάζεται -όπως πολύ σωστά παρατηρήσατε- ‘ακτινοβόλος σταυρός’. Ο σημερινός χριστιανικός σταυρός είναι ας πούμε απόγονός του.»

«- Αιγηΐδα;», ρώτησε – όχι χωρίς κόπο.

«- Καί πιό πίσω!»

Μεσολάβησε λίγη σιγή. «- Η μάντρα; γιατί;», ρώτησε, δείχνοντας το ταβάνι επάνω τους.

«- Σας καταλαβαίνω ότι προς το παρόν κουράζεστε να μιλάτε. Δεν με πειράζει, συνεχίστε όπως μπορείτε· εγώ θα σας απαντάω.»

Συγκατένευσε.

«Λοιπόν, η μάντρα παλαιών υλικών…», συνέχισε ο άλλος. «Είναι μιάς πρώτης τάξεως συγκάλυψη· κι επίσης, η εγγύτητά της με το νεκροταφείο βοηθάει σε περιπτώσεις σαν τη δική σας, να μη χάσει το δρόμο της η ψυχή – καί να μην αργήσει να έρθει πίσω, όταν τη ζητήσουμε.»

«- Κι ο δίσκος; Φαιστός;», είπε, ενώι άρχισε να ξεραίνεται το στόμα του απ’ τη δυσκολία. Αλλά έπρεπε να μάθει.

«– Πολύ παλιότερος, αλλά παρόμοια λειτουργία!», είπε ο ιερέας.

Ο παπάς σηκώθηκε ξαφνικά, καί βγήκε απ’ το δωμάτιο· επέστρεψε μ’ ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό, κι ένα ποτήρι. «- Πιείτε λιγάκι! Θα σας κάνει καλό!»

. . . . . . . . .

Μπορεί να διαβάζει το τί αισθάνομαι;

«- Φυσικά!», αποκρίθηκε ο παπάς.

Τότε, γιατί;…

«- Σας αφήνω να ασκηθήτε στην επικοινωνία ενός φυσιολογικού ανθρώπου, επειδή αυτή ακριβώς θα σας χρειαστεί γιά το προσεχές μέλλον. Κι όταν φτάσ’ η ώρα της τηλεπαθητικής επικοινωνίας, εδώ είμαστε!»

Άρα, πρέπει να προσέχω τις σκέψεις μου!

«- Ακριβώς!», είπε ο παπάς. «Κι όχι τόσο γιά μένα, εγώ δεν προσβάλλομαι εύκολα, αλλά επειδή θα θέλαμε να μη μπορεί κανείς να διαβάζει το τί έχετε στο μυαλό σας!»

Ποιοί θα θέλα-ΤΕ; Καί, κατ’ αρχήν, γιατί εμένα; Ποιός είμ’ εγώ;

Τί είμ’ εγώ;

«- Απαντώ στο δεύτερο ερώτημά σας. Ο κάθε άνθρωπος, όταν γεννιέται, ταυτόχρονα αποκτά μιά ας πούμε σφραγίδα, μιά ταυτότητα· ας την ονομάσουμε αιθερική, αν καί δεν είναι ακριβής η ονομασία.»

Αστρολογία;

«- Ναί… κι όχι μόνον. Η σφραγίδα δεν περιορίζεται μονάχα στο αιθερικό επίπεδο.»

Παρακαλώ, συνεχίστε.

«- Η δική σας… η δική σου… μου επιτρέπεις τον ενικό, πιστεύω…»

Ασφαλώς!

«- Είναι ξεχωριστή. Έχει μεγάλο δυναμικό.»

Τον κοίταξε με ειλικρινή απορία.

Ποιό «μεγάλο δυναμικό»;

…Στη ζωή μου δεν υπήρξα καθόλου επιτυχημένος. Σχεδόν παντού τα θαλάσσωσα! Σπουδές, δουλειά, λεφτά, σχέσεις, παντρειά, οικογένεια… Μόνο κάτι φιλαράκια έκανα, που -ευτυχώς!- συνεχίζουν κι αυτά να με θεωρούν φίλο τους. Τα είδατε πιό πρίν…

«- Δεν έχει σημασία· το δυναμικό αυτό υπήρχε καί υπάρχει, άσχετα αν δεν το αξιοποίησες.»

Τότε;

«- Θ’ αξιοποιηθεί στο μέλλον.»

Ειλικρινά, δεν σας καταλαβαίνω καθόλου.

«- Έρχονται δύσκολες εποχές γιά την Ελλάδα, καί τότε θα σε ρίξουμε στη μάχη!»

Ποιοί θα με ρίξ-ΕΤΕ;

Ο παπάς χαμογέλασε.

«- Αυτό, δεν θα το μάθεις ακόμη!»

Άνοιξε τα χέρια του με τις παλάμες προς τον παπά, σε κίνηση «παραιτούμαι απ’ το να καταλάβω».

Κι απ’ την άλλη, αφού είμαι μιά κινούμενη αποτυχία, τί να με κάνετε εμένα;

Ο παπάς αναστέναξε.

«- Έχχχ… Φίλε μου, πόσοι καθημερινοί, αν θες ‘αποτυχημένοι’ άνθρωποι, σαν εσένα, έλαμψαν γιά μιά στιγμή στον πόλεμο, έγιναν ήρωες, πήραν παράσημα, καί μετά επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους;»

Αρκετοί!

Ο παπάς τον έδειξε.

«- Ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος!»

Κούνησε το κεφάλι του σε κατάφαση.

. . . . . . . . .

Το χαμόγελο δεν έφευγε απ’ το πρόσωπο του παπά· αλλά, όσο το σκεφτόταν, ήταν το χαμόγελο του φιλοσόφου που διδάσκει. Πράγματι, ο παπάς έμοιαζε καί λιγάκι με αρχαίο φιλόσοφο!

«- Κοίταξε. Η πορεία της Ελλάδας ξεκινάει από χρόνια πανάρχαια, καί συνεχίζεται. Καί θα συνεχίζεται. Όπως, όμως, καλώς ξέρεις, τουλάχιστον στην καταγεγραμμένη Ιστορία ποτέ δεν υπήρξε ήρεμη. Αλλά καί πιό πρίν, σε βεβαιώνω – τα ίδια γινόντουσαν.»

Συνεχίστε.

«- Επειδή, τώρα, το Κακό χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό κι αθέμιτο μέσο…»

Κι ο Θεός, γιατί το επιτρέπει;

Ήταν η σειρά του παπά να κάνει τη χειρονομία απορίας με τις ανοιχτές παλάμες.

«- Αν ήξερα, θα σου απαντούσα! Θά ‘λεγα, πάντως, να μή δοκιμάζουμε να εισερχόμαστε με απόλυτο τρόπο στη λογική του Θεού, διότι η προσπάθειά μας δεν θά ‘χει αποτέλεσμα!

…Λοιπόν, επειδή το Κακό κάνει τα πάντα γιά να επικρατήσει, θα κάνουμε κι εμείς τα πάντα γιά να το σταματήσουμε!»

«Εσείς»; Εντάξει, θα λέω «εσείς», γιά να συνεννοούμαστε!

«- Ακριβώς! ‘Εμείς’! Λοιπόν, ανάμεσα σ’ όσα κάνουμε, είναι να παρατείνουμε τη ζωή χρησίμων ανθρώπων, χρησίμων πολεμιστών…» (ο παπάς τόνισε τη λέξη «πολεμιστών»), «…με τον τρόπο που είδες σήμερα.»

Επιτρέπεται;

«- Φυσικά! Αν κι είναι χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη· ωστόσο, πρώτον δεν διαπράττουμε φόνο – δεύτερον, αμυνόμαστε. Άρα, κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει γιά τίποτε. Καί τρίτον, ο αντίπαλος δεν παίζει με ιπποτικούς κανόνες, ώστε να παίξουμε κι εμείς!»

Του έκανε νόημα με το βλέμμα να συνεχίσει.

«- Έτσι, όποιος Έλλην έχει προνομιακή αιθερική σφραγίδα μας είναι χρήσιμος στη μάχη, καί τον -χμ- ανανεώνουμε. Δεν θα μπορούσαμε, δά, ν’ αφήσουμε ένα γεροντάκι να μάχεται – όσο χρήσιμος καί φλογερός πατριώτης κι αν ήταν! Με τί δυνάμεις καί με τί χρονικά περιθώρια ζωής ν’ αφήσουμε τους παππούδες να μάχονται;»

Κι η μετενσάρκωση;

. . . . . . . . .

Ο παπάς προς στιγμήν κοίταξε το ταβάνι.

Ο συνομιλητής του νόμισε πως τον πρόσβαλε, κι ετοιμάστηκε να σκεφτεί μιά συγνώμη. Ωστόσο, ο παπάς τον κοίταξε σοβαρός κατάματα.

«- Θα μπορούσαμε να καταφύγουμε καί σ’ αυτήν, αλλά σκέψου λίγο: ας υποθέσουμε ότι η σφραγίδα που σου είπα είναι απλά υπόθεση Αστρολογίας· όμως, πότε θα ξανάρθουν τ’ άστρα στις ίδιες ακριβώς θέσεις, όπως όταν γεννήθηκες;»

Σ’ εκατομμύρια χρόνια!

«- Ίσως καί παραπάνω. Προτείνεις, επομένως, να περιμένουμε τόσο καιρό, πρίν αμυνθούμε ως έθνος;»

Σαφώς όχι!

«- Καί πάλι, ακόμη κι αν περιμένουμε να ξανάρθουν, ούτε η Γή θα βρίσκεται στην ίδια θέση, ούτε το αιθερικό δυναμικό εκείνης της περιοχής του Σύμπαντος θα είναι το ίδιο με το δυναμικό της προηγούμενης φοράς. Το είπε κι ο μεγάλος Ηράκλειτος, ότι δεν μπαίνουμε δυό φορές στο ίδιο ποτάμι!»

Ναί… σωστά…

«- Επίσης, άλλο τόσο μοναδικές είναι οι χρονικές ευκαιρίες που έχουμε, ώστε η μάχη να εξελιχθεί υπέρ ημών. Η πλησιέστερη ευκαιρία έρχεται σχετικά σύντομα, περίπου σε μιά δεκαετία.»

Μιά ιδέα άστραψε στο μυαλό του.

Δηλαδή, βάλατε το χεράκι σας «εσείς», ώστε να γεννηθούν παιδιά σε συγκεκριμένες στιγμές… ακριβώς γιά να προλάβουν ως ενήλικες… έστω, ως «ανανεωμένοι» ενήλικες, αυτές τις εξελίξεις;

Ο παπάς χαμογέλασε.

«- Ναί – καί όχι. Ναί, παρεμβήκαμε μέχρι ένα σημείο· αλλά, από ‘κεί καί μετά, μόνο να ζητήσουμε την εύνοια του Θεού μπορούσαμε.»

Πώς παρεμβήκατε; Δηλαδή, μιλήσατε γιά παράδειγμα στους δικούς μου τους γονείς, καί τους προτρέψατε να τεκνοποιήσουν;

«- Όχι. Οι γονείς σου, όπως καί άλλων ατόμων σαν εσένα, ούτε που μας έχουν ακουστά. Ούτε ήρθαμε ποτέ σ’ επαφή μαζί τους.»

Τότε;

«- Άσ’ το… μεγάλη ιστορία· κι άμα προσπαθήσω να σου εξηγήσω, θα σε μπερδέψω χειρότερα. Μπορώ μονάχα να σου πω ότι παρακολουθούμε την πορεία κάποιων ψυχών στους αιώνες.»

«Άλλων ατόμων σαν κι εμένα;», παπαγάλισε την πρόταση.

«- Ά, δεν κλωνοποιήσαμε την αφεντιά σου γιά τα ωραία σου τα μάτια!», έκανε χιούμορ ο παπάς. «Δεν είσαι ο μοναδικός, ξέρεις!»

Τί είμ’ εγώ; Τί είμ’ εγώ γιά «εσάς»;

«- Όχι μόνο γιά ‘μας’, γιά όλο τον λαό μας.»

Τί είμαι, τότε;

«- Μιά ψηφίδα στο ψηφιδωτό της μεγάλης εικόνας.»

Έμεινε προβληματισμένος. Ίσως η καταλληλότερη έκφραση να ήταν «γρανάζι της μηχανής» – αν κι ήταν μάλλον προσβλητική, γι’ αυτό ο παπάς την απέφυγε. Πιθανώτατα.

. . . . . . . . .

Επιτρέπεται να ρωτήσω αν οι φίλοι μου είναι κάτι σαν κι εμένα;

«- Εδώ πέτυχες διάνα!», ξαναβρήκε το χαρούμενο χαμόγελό του ο ιερέας. «Χαίρομαι που άρχισες να ξανασκέφτεσαι δημιουργικά. Είσαστε όντως το ίδιο, κι αποτελείτε μιά ομάδα· σωστά το έπιασες.

Ναί, θα περάσουν κι αυτοί την ίδια διαδικασία, επειδή είναι το ίδιο χρήσιμοι μ’ εσένα! Σε άλλα καθήκοντα, βέβαια.»

Πότε, όμως;

«- Όταν πεθάνουν με φυσιολογικό τρόπο. Τί περίμενες, δηλαδή; να τους σκοτώσουμε πρίν την ώρα τους; θα ήταν φόνος, καί θ’ ανατρεπόταν όλη μας η προσπάθεια!

Άλλως τε, όταν κλωνοποιείς ζωντανούς ανθρώπους, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος η ψυχή να διαιρεθεί, οπότε έχουμε σχιζοφρένεια που δεν θεραπεύεται. Ακόμα χειρότερα, τα σώματα μπορεί να τα καταλάβουν οντότητες…»

Κούνησε το κεφάλι του σε κατανόηση.

Όμως… αν αργήσουν να πεθάνουν φυσιολογικά, καί περάσει ο ευνοϊκός καιρός της μάχης;

«- Δεν θ’ αργήσουν. Είναι καλώς υπολογισμένο.»

Άφησε έναν στεναγμό ανακούφισης.

«- Τουλάχιστον στη νέα μου ζωή θα έχω παρέα, να λέω καμιά κουβέντα!», ξαναμίλησε.

«- Δεν θα έχεις!», τον έκοψε απότομα ο παπάς. «Καί μάλλον δεν κατάλαβες. Στο εξής, καί μέχρι να δώσουμε τη μάχη μας καί να νικήσουμε σ’ αυτή τη φάση, θα περάσεις ζωή κρυφή· ζωή καταδιωγμένου.

Δεν θα πεινάσεις, δεν θα σου λείψει τίποτε, είναι φροντισμένα αυτά, αλλά ανθρώπινες σχέσεις δεν θα έχεις. Τους φίλους σου θ’ αργήσεις να τους ξαναδείς γιά καμιά έξοδο γιά μπύρες!», απόσωσε τον λόγο του, πρίν προλάβει ο άλλος να σκεφτεί.

Τ’ ανθρώπινα συναισθήματα σχεδόν απαγορεύονται, έ; Αυτό είναι το αντίτιμο της ζωής που κέρδισα;

Ο παπάς δεν μίλησε.

. . . . . . . . .

Η σκέψη του πετάρισε γιά μιά μικρούλα στιγμή στις γυναίκες της ζωής του.

«- Όχι, ούτ’ αυτές θα τις δείς!»

Μά, τις αγαπώ! Εξακολουθώ να τις αγαπώ! Να μην τις δω ούτε από μακριά;

«- Όχι!… Θα τις πληγώσεις!»

Λίγο από μακριά, γιά μιά φορά μονάχα! Πού θα με καταλάβουν;

«- Υποτιμάς το γυναικείο ένστικτο! Θυμήσου, όλες ανεξαιρέτως σε κατάλαβαν αμέσως ποιός είσαι, με το που πρωτοσυναντηθήκατε! Δούλεψε άμεσα η ενθύμησίς τους, ενώι η δική σου άργησε!»

Καί τί μ’ αυτό, αφού η αγάπη κινεί το Σύμπαν;

«- Με απογοητεύεις!… Αρνείσαι να σκεφτείς λιγάκι!»

Τον κοίταξε με μάλλον χαζό βλέμμα απορίας. Ο άλλος αναστέναξε – με μιά προσποιητή απελπισία.

«- Έστω, λοιπόν, ότι συναντάς μιά πρώην σου. Τί θα δείς; μιά ετοιμόρροπη γιαγιά· η οποία, όμως, αμέσως θα σε καταλάβει. Δεν θα την ξεγελάσεις με την αλλαγή σώματος! Κι η οποία γιαγιά θα λυπηθεί πάρα πολύ, κάνοντας τη σύγκριση με το δικό της σαρκίο.

Πρόσεξε! Ως γυναίκα, τη στιγμή που θα σε δεί, δεν θα ξεκινήσει κάν τη σκεπτική διαδικασία ν’ αναρωτηθεί πώς καί γιατί εσύ εμφανίζεσαι έτσι ξανανοιωμένος, αλλ’ αμέσως θα προχωρήσει σε σύγκριση· θα αισθανθεί μειονεκτικά, καί θα το θεωρήσει πολύ εγωϊστικό εκ μέρους σου. Θα είναι σα να τη φτύνεις, που την επισκέπτεσαι με το νέο σου σώμα.»

Έχεις δίκιο…

«- Αυτό θέλεις; να τις πληγώσεις;»

Όχι… Εντάξει, λοιπόν, μόνος μου από ‘δώ καί μετά.

Όμως, πες μου κάτι: επειδή συμπέρανα πως, με τα άτομα που με περιτριγυρίζουν, έχουμε απάνω-κάτω την ίδια πορεία, αυτές, τώρα, θα περάσουν την ίδια διαδικασία;

«- Αυτό δεν θα σου το πω. Ίσως ναί, ίσως όχι.»

Γιατί, όμως;

«- Δεν έχω τη δικαιοδοσία να σου γνωρίσω το γιατί. Πάντως, ν’ αποφύγεις τις σχέσεις, ακόμη καί με γυναίκες …της ίδιας ηλικίας με σένα!», αστειεύτηκε ο παπάς.

Γιατί;

«- Επειδή στη γυναίκα, ειδικά στη γυναίκα που αγαπάς, δεν αντιστέκεσαι εύκολα. Θα σου αποσπάσει μυστικά χωρίς καλά-καλά να το καταλάβεις!»

…Καί όλα τούτα εδώ πάνε στράφι, έ;

«- Ακριβώς!»

Αναστέναξε.

Όμως, θά ‘θελα όσο τίποτα να τους στείλω ακόμη ένα μήνυμα αγάπης! Έστω, ένα!

«- Ά, όσο γι’ αυτό, μην ανησυχείς! Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι. Η αγάπη έχει καταγραφεί στα θετικά υπέρ σου – ξέρουν άνωθεν!», έδειξε προς τα ψηλά ο παπάς, μ’ όλη του τη σοβαρότητα.

Χαμογέλασε σα σκανταλιάρικο παιδάκι, προσπαθώντας -μάταια- να το κρύψει.

Δηλαδή, στη μάντρα παλαιών υλικών ξέρουν γιά τις πρώην γκόμενές μου;

«- Ακόμη μία τέτοια εξυπνάδα να πετάξεις, καί θα μετανοιώσω που σε ξανακάναμε άνθρωπο καί δέ σ’ αφήσαμε πτώμα!

‘Άνωθεν’ είναι ο Θεός, μωρέ – κι οι θείες οντότητες!», εξερράγη ο παπάς.

. . . . . . . . .

Γελούσαν κι οι δυό πολλή ώρα. Έπρεπε κάπου κάπως να ξεσπάσει όλο αυτό – καί διάλεξε τον καλύτερο τρόπο.

Τη σοβαρότητα επανέφερε ο ιερέας.

«- Ομολογώ πως η συζήτησή μας ήταν ενδιαφέρουσα καί γιά μένα!… αλλά φοβάμαι πως γίνομαι κουραστικός ώρες-ώρες. Άλλως τε, πρέπει να σ’ αφήσω λιγάκι να χωνέψεις τις νέες σου εμπειρίες.»

Φεύγεις… πάτερ; Να με συμπαθάς, ήμουν πολύ αγενής, που δεν συστηθήκαμε τόση ώρα, αλλά πώς να σε προσφωνώ;

«- Έ, εντάξει!… Δεν την κοπανάει κανείς από φέρετρο κάθε μέρα, οπότε -σε τέτοια περίσταση- δεν κοιτάμε τόσο πολύ τις ευγένειες! Ευμολπίδη με λένε!»

Καλοτραγουδιστή!

«- Ναί, ακριβώς! Αλλά, πρίν φύγω, σου έχω μιά έκπληξη!»

Ο ιερέας σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα – καί μέσα μπουκάρησε χαρούμενος χορός γερόντων.

«- Οι φίλοι σου θά ‘θελαν να σου ευχηθούν, πριν χωρίσετε γιά τα επόμενα χρόνια!»

«- Πού τον βρήκατε αυτόν;», ρώτησε -με προσπάθεια- τους φίλους του, δείχνοντας με χαμόγελο τον παπά.

«- Δεν τον βρήκαμε εμείς! Αυτός μας βρήκε!»

. . . . . . . . .

Επίλογος

…Τό ‘χε ακούσει, τό ‘χε δεί γραμμένο πολλές φορές.

Σε ηλίθια κουβεντολόγια στην τηλεόραση, σε κάτι ομιλίες δήθεν ειδικών, σε κάτι ψευτοσεμινάρια «αυτοβελτίωσης», σε κάτι βιβλία του κιλού, σε ιστοσελίδες γεμάτες συμβουλές γραμμένες με τα ποδάργια…

…Να προχωρήσουμε απ’ το «εγώ» στο «εμείς», λέει. Εκεί βρίσκεται η ευτυχία, ξαναλέει.

Μπούρδες καί πορδές! Λόγια, λόγια, λόγια – που κανείς δεν τα πιστεύει· επειδή κανείς δεν τα συναισθάνεται.

Εδώ· εδώ, μωρέ! Εδώ! Που οι αγκαλιές καί τα δάκρυα συγκίνησης δεν κρατιούνται! Εδώ!

Δεν είμαι· είμαστε!

Καί σας περιμένω!

Σας περιμένω κι εσάς!

. . . . . . . . .

Περιμένω.

Το μόνο εγωϊστικό πρώτο ενικό πρόσωπο μέσα στην πανδαισία.

Μονάχο του.

Παράταιρο.

Κίβδηλο.

Αλλά, πώς να το πώ αλλοιώς;

ΤΕΛΟΣ

Επ-ανάστασις (α’ μέρος)

8 Σχόλια

Αφιερωμένο στα ρεμάλια! 🙂

. . . . . . . . . .

Ελλάδα, τριάντα χρόνια μετά από σήμερα.

. . . . . . . . . .

Ι.

Σε κάποιον μικρό ναό κάπου στα προάστεια· πρωϊνό, στις αρχές ενός Ιουνίου.

. . . . . . . . . .

«…- Μετά των αγίων κατάταξον, Χριστέ…»

«Αγίων»; Πλλλλάκα με κάν’ς, ρέ πάτερ; έτσι είν’ οι άγιοι; άμα είναι έτσ’ οι άγιοι, χάειντε-χάειντεεεε!!!

. . . . . . . . . .

Τί θέλω ‘γώ σ’ αυτή την κηδεία; τί δουλειά έχω εδώ;

Δεν θυμάμαι κάν τον λόγο που ήρθα. Καί λίγος κόσμος· μάλλον οι υπόλοιποι δεν θα είχαν λόγο ούτ’ αυτοί να έρθουν.

Αλλά… τί βλέπω; Ποιά είν’ αυτά τα μαζεμένα γεροντάκια φάτσα μπροστά;

Μά!… είναι οι εντιμώτατοι φίλοι μου!!!

Κι ο πεθαμένος, ποιός είναι; κανας κοινός γνωστός; Γιάαα να δώ καλύτερα!

Μου μοιάζει, ή μου φαίνεται;

Μά… είναι… είναι… είμ’ εγώ!!!

Ναί… τέλος πάντων… καλά… Κάποτε όλοι φτάνουμ’ εδώ. Γιατί θ’ αποτελούσα εξαίρεση; τί παραξενεύομαι;

Κι εσείς, ποιοί είστε;

Κάπου είκοσι φωτεινές φάτσες τριγύρω.

«- Τί ρωτάς, αφού την ξέρεις τη διαδικασία;»

Δεν μίλησαν, αλλά μίλησαν στο μυαλό του. Κατευθείαν.

Ναί, συγνώμη! Άγγελοι! Καλημέρα σας! Εμένα ήρθατε να παραλάβετε; δεν σας έδινε ο Θεός ρεπό, καλύτερα;

Χαμογέλασαν. Αλλά δεν μετακινήθηκαν ρούπι.

Ρε παιδιά, αφού την ξέρω τη διαδικασία, άντε αφήστε με επιτέλους να πάω παραπάνω, στον Θεό!

Χαμογέλασαν πάλι.

Τί, δηλαδή; προς τα παρακάτ’ θα πάω; ‘Ντάξ’, ξέρω ότι παίζει κι αυτό το ενδεχόμενο, τέτοιος πού ‘μαι!

Το χαμόγελο δεν έφυγε· έγινε πλατύτερο.

Τουλάχιστον, αφήστε με να φύγω! Δεν αντέχω τέτοιες συγκινήσεις, με κηδείες καί τα ρέστα!

«- Όχι! Δεν θα πας πουθενά!»

Δέχθηκε ακόμη ένα ευγενικό χαμόγελο απ’ αυτόν που ήταν δίπλα του· αλλά δυό αόρατα χέρια του γράπωναν τους ώμους σαν υδραυλική πρέσσα. Σαν ένας γίγαντας να πίεζε ένα παιδάκι να κάτσει στην καρέκλα του.

Δεν δοκίμασε να φύγει.

. . . . . . . . . .

ΙΙ.

Η μικρή πομπή έφτασε σιγά-σιγά στον ανοιχτό τάφο, με τα γερόντια αλληλοϋποβασταζόμενα, να περπατάνε σα μαούνες σε κύμα.

Από πάνω, ο Ήλιος…

…Καλά λένε, ένας Ήλιος ψεύτης! Μας κρύβει πολλά! Τώρα, μονάχα τώρα τον βλέπω όπως πράγματι είναι!

Μιά λαμπρότητα καί μιά γλύκα, ανείπωτες.

Γειά σου, Ήλιε!

Γειά σου κι εσένα!

. . . . . . . . . .

Το φέρετρο εναποτέθηκε μέσα στην αγκαλιά της Γής.

«- Χούς εί, καί εις χούν απελεύσει!»

Άμα σου σβουρίξω καμιά πέτρα στην κάρα, ρέ πάτερ, θα σου πω εγώ τί είμαι καί τί δεν είμαι! Πρώτα με κάνεις άγιο, καί τώρα με ασφαλτοστρώνεις; Διατί, ρέ φίλος; τί σού ‘κανα;

Έχε χάρη, που δεν μπορώ!

Τον πιάσαν τα γέλια, όσο σκεφτόταν τους παριστάμενους να τρέχουν έντρομοι μακριά, συνειδητοποιώντας ότι την πέτρα δεν την πέταξε άνθρωπος!

«- Σκάσε, ασεβέστατε!»

Προσηλωμένος στα δρώμενα, είχε ξεχάσει την παρουσία των αγγέλων.

‘Ντάξ’, ρέ παιδιά, αλλά η θρησκεία πρέπει νά ‘χει καί μιά σοβαρότητα! Είναι δυνατόν μέσα σ’ ένα μισάωρο να πάει δυό φορές όπου φυσάει ο άνεμος, καί να τα παίρνει κανείς στα σοβαρά αυτά όλα;

«- Όχι σε μας, τα παράπονα! Σ’ αυτούς που τα γράψαν αυτά!»

Σύμφωνοι! Άμα τους βρώ, κι άμα δεν έχω τίποτε σοβαρώτερο να κάνω, θα επιλύσω καί τις θεολογικές μου απορίες!

«- Ως τότε, όμως, σκάσε, κάτσ’ εδώ, καί περίμενε να τελειώσουν όλα!»

Καί πού να πάω; ακάλεστος δεν μπορώ να πάω πουθενά… αφού την ξέρω τη διαδικασία!

«- Πάψε, μωρέ, επιτέλους!»

Αλλά το χαμόγελο, χαμόγελο.

. . . . . . . . . .

ΙΙΙ.

Είχαν απομακρυνθεί όλοι, ακόμη κι οι εντιμώτατοι φίλοι του. Κάτι λέγανε μεταξύ τους με χαμηλή φωνή, αλλά δεν μπορούσε να τους ακούσει.

Ή δεν μπορούσε να τους ακούσει, ή του απαγορευόταν. Οι άγγελοι, όμως, δεν φαινόντουσαν πιά πουθενά.

Ο νεκροθάφτης έριχνε τις τελευταίες φτυαριές. Τη δουλειά αυτή, βέβαια, θα μπορούσε να την κάνει κι ένα ρομπότ· αλλά, πρώτον, κανείς δεν έφτιαχνε ένα τέτοιο, καί δεύτερον κανείς δεν θα το αγόραζε. Όθεν, εδώ επιμένανε παραδοσιακώς – παρά τον προχωρημένο 21ο αιώνα.

Όταν πιά ο ασκεπής τάφος είχε μείνει μόνος του, μέσα απ’ τα κυπαρίσσια πλησίασε ένας άλλος παπάς.

Τ’ ήθελε αυτός, τώρα; Καί… τί κάνει;

Πετραχήλι, ναί. Σταυρός, ναί. Ένα μικρό θυμιατό, που ανέδιδε ένα εξαίσιο άρωμα – τελείως άγνωστο.

Τί κάνει, λέμε;

Γιά στάσου, όμως! Αυτός ο σταυρός… διαφέρει κάπως. Καί τί κρατάει ο ιερέψ στα χέρια του; όχι, δεν είναι βιβλίο!

Είναι… είναι…

…Ένας πήλινος δίσκος, με κάτι εικονίτσες απάνω του!

Της Φαιστού;

Μπορεί, δεν βλέπω καλά.

. . . . . . . . . .

Ο νεοφερμένος παπάς άρχισε να προφέρει λόγια, στρίβοντας κάθε λίγο τον δίσκο μονόπαντα. Πιθανώτατα τά ‘ξερε απέξω, αλλά τον δίσκο τον κρατούσε τιμητικώς πως. Όπως οι συνήθεις παπάδες το Ευαγγέλιο – άσχετο αν το ξέρουν απέξω.

Η φωνή σε στενή κλίμακα, αφηγηματική· πότε-πότε, όμως, ξέφευγε σε τραγουδιστό τόνο, ανεβαίνοντας ψηλά καί πάλι κατεβαίνοντας. Ποτέ, όμως, απειλητική. Σαν προσευχή, σαν ικεσία, σαν…

…σαν …ηλεκτρικό ρεύμα;

Ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο, που ξέφευγε από περιγραφές. Τ’ ήταν αυτά τα λόγια;

Κι η γλώσσα;

Δεν θύμιζε τίποτε, η γλώσσα. Αν ήταν Ελληνικά, τότε ήταν μιά άγνωστη, χαμένη μορφή των Ελληνικών. Σα θολή παιδική ανάμνηση μακρυνής βαριάς καμπάνας στον ορίζοντα του δειλινού.

Κι όμως…

Κι όμως…

…Άρχισε να βγαίνει νόημα! Έστω καί προς το τέλος.

Θεέ εν αυτώι.

Ψυχή.

Υπεραιτία.

Αιτία.

Αιθήρ.

Πύρ.

Αήρ.

Γή.

Ύδωρ.

Σώμα.

. . . . . . . . . .

Με την τελευταία λέξη της προσευχής, αισθάνθηκε μιά τρομερή δύναμη να τον τραβάει προς τα κάτω, καί ν’ αρχίζει τα πάντα να τα καλύπτει το σκοτάδι. Ακριβώς σαν ένας δύτης, που τον μάγκωσε μιά όρκα στην καπάνα της, καί τον τραβάει στον βυθό παιχνιδίζοντας.

Μόνο που η ζωή του δύτη δεν είναι παιχνίδι…

…γιά τον δύτη.

Ρέ παιδιά; Ρέ αγγέλοι;

Φώναζε· μάταια, όμως.

Ώρες είναι τώρα να ξαναμπεί η ψυχή μου στο πτώμα, ν’ αγωνίζομαι να βγώ απ’ το φέρετρο με τα χώματα από πάνω μου, καί να πεθάνουν απ’ την τρομάρα τους όσοι δούν έναν γέρο να βγαίνει απ’ τον τάφο!…

…μ’ εμφάνιση, που δεν θα την έλεγες ακριβώς γιά πρόσκληση σ’ επίσημη δεξίωση!

Όμως, αντ’ αυτών, τον τύφλωσε ένα υπέρλαμπρο άσπρο γλυκό φώς. Νά ‘χαν, άρα γε, ακούσει την έκκλησή του οι άγγελοι;

Έκανε ενστικτωδώς να προφυλάξει την όρασή του, φέρνοντας το χέρι του στα μάτια του.

. . . . . . . . . .

IV.

«- Χαίρομαι που αντέδρασες έτσι! Απόδειξη πως είσαι πράγματι εδώ, κι είσαι πράγματι εσύ!»

Του μιλούσε ένας τύπος ασπροφορεμένος, γύρω στα τριαντατόσα του.

«- Άγιε Πέτρο, δεν περίμενα να έχετε τόσο νεανική εμφάνιση! Καί φυσικά είμ’ εγώ! Ποιός περιμένατε να είναι; η Μαρία η Πενταγιώτισσα;»

Η φωνή του ακούστηκε κάπως σαν τραύλισμα μεθυσμένου.

Ο τύπος λύθηκε στα γέλια, αλλά σύντομα σοβαρεύτηκε. Φόρεσε, όμως, ένα εγκάρδιο χαμόγελο.

«- Αντίθετα απ’ το ανέκδοτο, όπου ο ασθενής λέει: ‘- Γιατρέ, θα γίνω καλά;’, καί του απαντάει ο άλλος: ‘- Ποιός γιατρός, ρέ φίλε; ο άγιος Πέτρος είμαι!’, εδώ εγώ είμαι πράγματι γιατρός! Γιά την ακρίβεια, έχω διδακτορικό στην Πληροφορική Βιολογία!»

«- Ορίστε;!»

«- Έ, λογικό να έχετε μπερδευτεί! Σας ξαναφέραμε στη ζωή – σε άλλο σώμα, βέβαια!»

«- Κλωνοποίηση;»

«- Περίπου. Πήραμε απ’ τον γυιό σας δείγμα, αλλά από βιολογικής πλευράς μοιάζετε σαν δυό σταγόνες νερό. Οπότε, δεν μας ήταν δύσκολο. Να με συμπαθάτε, μόνο, επειδή σας έριξα τον προβολέα μέσα στα μάτια σας, να δω αν δουλεύουν.

Δεν το ξέρετε, είναι θέμα της επιστήμης μου, αλλά τη στιγμή ακριβώς που ο κλώνος αντιδρά σηκώνοντας το χέρι του να προφυλάξει τα μάτια του, ξέρουμε πως πράγματι η ψυχή ήρθε στο σώμα του.»

Πράγματι, παρατήρησε ότι ο ασπροφορεμένος κρατούσε έναν φορητό προβολάκο.

Αλλά, όπως έσκυψε, παρατήρησε καί κάτι άλλο: πως ο ίδιος ήταν τελείως γυμνός καί ξυπόλητος!

Έ, λογικό! Δεν φοράμε τίποτε, όταν γεννιόμαστε. Άρα, όταν ξανα-γεννιόμαστε, τί πρέπει να φοράμε;

Δεν πρόλαβε, όμως, να σκεφτεί την έλλειψη ενδυμάτων, κι αισθάνθηκε το κεφάλι του να κρυώνει. Χαϊδεύτηκε καί με τα δυό του χέρια, καί είδε πως δεν είχε τρίχες.

«- Ά, αυτό!», είπε ο ασπροφορεμένος, που τον παρατηρούσε. «Μέτρα προστασίας της ταυτότητάς σας, επειδή δεν θέλουμε αυτόκλητους αυτόπτες μάρτυρες! Από ‘δώ θα φύγετε με ξυρισμένο κεφάλι καί γυαλιά Ηλίου. Αργότερα, βέβαια, τα μαλλιά σας θα μεγαλώσουν κανονικά, οπότε αν τυχόν σας δεί κάποιος τώρα, δεν θα μπορέσει να σας ταυτίσει τότε.»

«- Ελπίζω να μή φύγω καί γυμνός!»

Ο ασπροφορεμένος χαμογέλασε.

«– Όχι, βέβαια! Μισό λεπτό, μόνο, να σας κάνω το τελευταίο τέστ, καί σας αφήνω. Παρακαλώ, σηκώστε το δεξί σας πόδι, καί κάντε κουτσό…δυό, τρία βήματα.»

Έκανε όπως του είπε. Όλα εντάξει.

«- Παρακαλώ, επαναλάβατε με το αριστερό!»

Επίσης εντάξει.

«- Σφίξτε τις γροθιές σας!»

Πανηγυρικώς κι αυτές οι εξετάσεις.

«- Ωραία! Απομένει να γίνει εντελώς φυσιολογική η φωνή σας, αλλά θα περιμένετε μισό μήνα, να δυναμώσουν οι μύες του στόματος καί του λαιμού.»

Συγκατένευσε.

«- Τώρα, θα σας αφήσω.», συνέχισε ο γιατρός. «Όμως, στη ντουλάπα που βλέπετε στο βάθος, έχει ρούχα να ντυθήτε – καί, πιστεύω, κάποια είναι στο νούμερό σας. Έχει, επίσης, έναν καθρέφτη, να δήτε τον νέο σας εαυτό. Κι αν εξακολουθεί να κρυώνει το κεφάλι σας, παρακαλώ ν’ αποφεύγετε να πλησιάζετε το αίαρ κοντίσιον.»

Έκανε να φύγει, κοντοστάθηκε.

«- Όταν ντυθήτε, μή φύγετε!»

«- Πού να πάω …ακάλεστος; Άλλως τε, το καλό το κοστούμι τ’ άφησα στο φέρετρο!»

Ο γιατρός χαμογέλασε.

«- Βγαίνοντας από τούτο το δωμάτιο, υπάρχει ένα σαλονάκι. Θα σας περιμένουν, γιά μιά πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση!»

Λίγο πρίν ανοίξει την πόρτα, να τον αφήσει…

…»- Γιατρέ!»

«- Παρακαλώ;»

«- Τ’ είν’ εδώ;»

«- Ένα πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο γιά κλωνοποιήσεις.»

«- Καί πώς καί δεν το ήξερα εγώ;»

«- Δεν ψάχνουμε τη δημοσιότητα! Άλλως τε, οι κλωνοποιήσεις ανθρώπων, όπως ίσως γνωρίζετε, είναι σχεδόν ημιπαράνομες. Γίνονται μέν, αλλά λιγώτερα χαρτιά συμπληρώνεις, αν είναι να σε προσλάβουν στις μυστικές υπηρεσίες, παρά γιά να κλωνοποιηθείς. Όμως, μπορεί ανά πάσα στιγμή να κηρυχθούν πλήρως παράνομες· καί τότε…»

«- Καί πού βρίσκεται το εργαστήριό σας, αν επιτρέπετε;»

Ο γιατρός παράτησε την πόρτα, καί χαμογέλασε πάλι.

«- Στο τρίτο υπόγειο, κάτω από μιά μάντρα παλαιών υλικών… κοντά στο νεκροταφείο!»

«- Μάντρα παλαιών υλικών!!!!… Απόλυτα ταιριαστό! Αλλά κοντά στο νεκροταφείο, γιατί;»

«- Θα σας εξηγήσουν τα πάντα! Αλλά εμένα με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω!»

«- Ποιοί θα μου εξηγήσ…»

Η πόρτα είχε ήδη κλείσει.

. . . . . . . . . .

Στη ντουλάπα, πράγματι βρήκε το νούμερό του στα ρούχα καί στα παπούτσια. Βρήκε καί τον καθρέφτη.

Δεν βιάστηκε να ντυθεί· γυμνός, όπως ήταν, έψαξε το σώμα του τριαντάχρονου εαυτού του απέναντί του. Ήταν αυτό που θα ήταν, αν η μάνα του δεν τον έπρηζε να τρώει όλο το φαγητό του πιάτου του, παρά τις διαμαρτυρίες του στομαχιού του. Καί, σημάδια από παιδικές τρέλλες, συν δυό ίχνη από κοψίματα με χειρουργικά ράμματα, φυσικά καί δεν υπήρχαν επάνω στον νέο του εαυτό. Άσε την οδοντοστοιχία: άψογη!

Έπιασε τα εσώρρουχα, να τα φορέσει. Πρωτοποριακό υλικό, πήγαινε ανάποδα απ’ τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος: δρόσιζε το καλοκαίρι, ζέσταινε τον χειμώνα. Καί ταυτόχρονα δεν άφηνε ιδρώτα καί σωματικές μυρωδιές να εγκαθιδρύσουν τη δικτατορία τους.

Ο ίδιος, βέβαια, στο παλιό του σώμα είχε μείνει σε παλιές ενδυματολογικές συνήθειες· τα μοντέρνα ρουχάδικα δεν θα τον αποκαλούσαν καλό πελάτη τους. Κι αν -τα τελευταία χρόνια- εξακολουθούσε να μαθαίνει (με σχεδόν νεανικό ζήλο) τις εξελίξεις στις επιστήμες καί την τεχνολογία, αυτές δεν τον πολυάγγιζαν σε προσωπικό βιωματικό επίπεδο.

Ντύθηκε, έριξε μιά τελευταία ματιά στον (όχι καί τόσο) άγνωστο, που τον κοίταζε μέσα απ’ τον καθρέφτη, καί βγήκε απ’ το δωμάτιο.

. . . . . . . . . .

(επόμενο)

Τέσσερεις καί τέσσερεις καβαλλάρηδες – 2

7 Σχόλια

(προηγούμενο)

Το δεύτερο μέρος αφιερώνεται στον Αζτέκο αστρονόμο,

που «κέρδισε» τον διαγωνισμό του Endgame.

Λοιπόν, μάγκα μου, τους αποκάλυψες τα μυστικά,

που κρύβονται στα κλεμμένα χειρόγραφα των προγόνων σου;

Κι αν ναί, ζής ακόμη;

Απεύχομαι το πρώτο, σου εύχομαι ολόψυχα το δεύτερο.

Αζτέκε, η εξυπνάδα ενός ανθρώπου δεν φαίνεται στα βιβλία.

Αλλά στο κατά πόσο μπορεί να νικήσει το Θηρίο.

Έξυπνος είσαι, με καταλαβαίνεις.

. . . . . . . .

. . . . . . . .

Στις 13 Αυγούστου 2021 συμπληρώθηκαν ακριβώς 500 χρόνια από την κατάκτηση του Μεξικού από τους Ισπανούς κονκισταδόρες (κατακτητές).

Ένας τρόπος, βέβαια, είναι να προσπεράσεις αυτή την τρομερή επέτειο, υποβιβάζοντάς την σε βαρετό σχολικό μάθημα. “- Πότε έγινε, παιδί μου, η κατάκτηση του Μεξικού;’ “Στις 13 Αυγούστου 1521, μέσα στις …διακοπές, κυρία!” “- Μπράβο, παιδί μου, είκοσι!”

Λες καί ρωτάει κάποιος, πότε πήρε το χάπι του ο παππούς.

Αλλά της Μεγάλης Κυρίας, της Ιστορίας, δεν της αξίζει τέτοια τύχη!

. . . . . . . .

Τον Νοέμβριο του 1519, κι ύστερα από αρκετούς μήνες διπλωματικών επαφών, ο αυτοκράτορας των Αζτέκων Μοντεζούμα (σωστότερα, Μοκτεζούμα ο Β’) ήρε τους δισταγμούς του (που να μην έσωνε! lol!!!) κι αποφάσισε να δεχθεί τους θρασείς ξένους που τον ζάλιζαν τόσον καιρό, με επικεφαλής τον Φερδινάνδο Κορτέζ.

Οι Ισπανοί είχαν ήδη κατσικωθεί στην Κούβα εδώ κι εικοσιπέντε χρόνια -από τον καιρό του Κολόμβου-, καί με βάση αυτή, άρχισαν να εξερευνούν (καί να κατακτούν) την ηπειρωτική χώρα, πλέον. Οπότε, ήταν θέμα χρόνου να φτάσουν καί μέχρι τη χώρα των Αζτέκων, γιά τους οποίους οι φήμες έλεγαν ότι κολυμπούσαν στο χρυσάφι.

Το χρυσάφι…

…ένας τρομερός μαγνήτης, όχι γιά μέταλλα, αλλά γιά τυχοδιώκτες – σαν τους κονκισταδόρες.

Όταν αποβιβάστηκε ο Κορτέζ στην ακτή της Κεντρικής Αμερικής, έπεσε επάνω όχι σε Αζτέκους, αλλά σε άλλους αυτόχθονες, τους Τολτέκους· συγγενείς φυλετικώς των Αζτέκων, αλλά φόρου υποτελείς σ’ αυτούς – καί, φυσικά, με τη μόνιμη ελπίδα κάποτε ν’ απελευθερωθούν. Έτσι, οι Τολτέκοι βρήκαν στους Ισπανούς έναν φυσικό σύμμαχο, κι οι Ισπανοί στους Τολτέκους.

(Ακριβώς εκεί γίνονται στις μέρες μας οι εξεγέρσεις των Ζαπατίστας εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης του Μεξικού. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν…)

Ξεκινάει, λοιπόν, ένα μεικτό εκστρατευτικό σώμα υπό τον Κορτέζ, να πάει στο παλάτι του Μοντεζούμα. Στο μεταξύ, ο Κορτέζ είχε κι άλλο βάσανο στο κεφάλι του: τους καθολικούς παπάδες της αποστολής, οι οποίοι ήθελαν να σπάσουν τα αγάλματα των θεών των Τολτέκων καί να κάψουν τα ιερά βιβλία τους, ως “έργα του Σατανά”. Καί πράγματι, είχαν ήδη αρχίσει το καταστροφικό τους έργο, αλλά ευτυχώς που ο Κορτέζ τους πήρε εγκαίρως χαμπάρι καί τους έβαλε άγριο χέρι, των φλάρων· αν μή τί άλλο, θα χάνανε τους φρέσκους συμμάχους τους, καί θ’ αποκτούσαν εχθρούς… ακόμη δεν ξεκίνησαν! Καί δή, μέσα σε ξένο έδαφος. Στρατιωτικώς, δηλαδή, σκέτη αυτοκτονία.

. . . . . . . .

Τέλος πάντων, φτάνουν κάποτε στην πρωτεύουσα των Αζτέκων, την Τενοχτιτλάν. Μιά πανέμορφη πόλη, τελείως διαφορετική από τις Ευρωπαϊκές, καί χτισμένη απάνω σε μιά λίμνη, την Τεξκόκο. Πυραμίδες, γέφυρες, κανάλια, γλυπτά… πανέμορφη. Οι Ισπανοί δικαίως τη χαρακτήρισαν “Βενετία της Δύσης”.

(Τα άσχημα που κάνανε οι Αζτέκοι απάνω σ’ αυτές τις εντυπωσιακές πυραμίδες, τις ανθρωποθυσίες, δηλαδή, δεν τα είδαν τότε· τα μάθανε αργότερα.)

Φτάσανε καί στο παλάτι, καλωσορίσατε, καλώς σας βρήκαμε, κι άρχισαν τις συνομιλίες.

Πρέπει να σημειωθεί ότι όλο αυτό το διάστημα ο Κορτέζ ήταν τυχερός, χωρίς να το ξέρει. Γιατί; διότι, ο στρατός των Αζτέκων, ο οποίος αν ήθελε μπορούσε να τον σταματήσει εξ αρχής, έλειπε απ’ την πρωτεύουσα. Βρισκόταν κάπου στα βορειοανατολικά, καί τρωγόταν μεταξύ του σε εμφύλια διαμάχη, γιά το θέμα της δυναστικής διαδοχής. Επικεφαλής των δύο παρατάξεων, τ’ αδέρφια του αυτοκράτορα καί κάτι ξαδέρφια του. Ο Κορτέζ ανέβηκε στην Τενοχτιτλάν από νότια, οπότε δεν είχε κακά συναπαντήματα στον δρόμο του.

Όμως, εκεί που τα λέγανε ωραία καί καλά ο Μοντεζούμα με τον Κορτέζ, τού ‘ρχεται μαντάτο του Κορτέζ ότι πρέπει να επιστρέψει στην Κούβα καί να δώσει αναφορά στας Αρχάς γι’ απειθαρχία. (Πράγμα που στα σίγουρα σήμαινε μπουζούριασμα· συν ό,τι άλλο παρόμοιο – ξήλωμα του βαθμού του, κτλ.)

“Απειθαρχία” καί σαχλαμάρες! Το θέμα ήταν ότι οι λοιποί υψηλόβαθμοι ευγενείς δεν γούσταραν τις συνομιλίες του με κοτζάμ αυτοκράτορα (επομένως καί τα όποια υλικά οφέλη – εκεί ήταν το ζουμί!), διότι ήθελαν να τις αναλάβουν οι ίδιοι. Όχι ένας βρωμοπόδαρος καραβανάς του Πεζικού! (Άντε, καί του Ιππικού!) Σιγά, τώρα! Κι έτσι, έστειλαν από την Κούβα έναν στολίσκο με στρατιώτες, υπό τη διοίκηση καποιανού Πάμφιλου Ναρβάεζ, να τον μπουζουριάσουν.

. . . . . . . .

Εδώ, βέβαια, γεννάται το ερώτημα πώς τό ‘μαθε ο Κορτέζ αυτό, πρίν κάν ξεκινήσει ο στολίσκος γιά την ακτή των Τολτέκων. Την εποχή εκείνη, μιλάμε, τέτοια ταξίδια θέλανε μήνες ολόκληρους να ολοκληρωθούν. Η απάντηση είναι ότι προφανώς δούλεψαν δικοί του άνθρωποι μέσα στα πράγματα, ταχυδρομικές σκούνες (που ήταν γρήγορες, ως πλοία, συγκριτικά με τις καραβέλλες), καί ταχυδρομικά περιστέρια – ή ενδεχομένως καί σήματα καπνού απο τους φίλους του, τους Τολτέκους.

Η αλήθεια είναι πως, από τον καιρό του Κολόμβου, τα καράβια κι η Διοίκηση των νέων χωρών ήταν γεμάτα ρουφιάνους καί χαφιέδες. Άλλοι χαφιεδίζανε γιά τον βασιλιά, άλλοι γιά διαφόρους ευγενείς, άλλοι γιά τους φλάρους, άλλοι γι’ άλλους φιλόδοξους στρατιωτικούς… γενικώς, μιά ωραία ατμόσφαιρα ήταν όλοι τους! Εν πάσει περιπτώσει, ο Κορτέζ δεν ήταν από εκείνα τα παιδάκια, που τα πιάνεις κορόϊδο. Είχε λάβει τα μέτρα του – εξ ού καί το ότι είχε ειδοποιηθεί γρήγορα γιά το τί τον περίμενε.

Μιά καί δυό, λοιπόν, λέει “γειά κι ωρεβουάρ!” στον Μοντεζούμα, αφήνει στο πόδι του τον υπαρχηγό του, τον Πέντρο (ντέ) Αλβαράντο (ύ Κοντρέρας), καί φεύγει σφαίρα γιά την ακτή με μερικούς πιστούς του στρατιώτες καί καμπόσους Τολτέκους. Εκεί, περίμενε με την ησυχία του τις καραβέλλες του Ναρβάεζ· κι όταν έδεσαν, τους επιτέθηκε νύχτα. Τον διέλυσε τον Ναρβάεζ, ο οποίος έχασε το ένα μάτι του, συνελήφθη αιχμάλωτος, καί φυλακίστηκε αυτός! – κι όχι μόνον· ο Κορτέζ έπεισε τους στρατιώτες του Ναρβάεζ να τον ακολουθήσουν, τάζοντάς τους (τί άλλο;!) αμέτρητο χρυσάφι!!!

. . . . . . .

Ξανά πίσω στην Τενοχτιτλάν ο Κορτέζ, στην οποία έφτασε στις 30 Ιουνίου 1520, με πρόσθετες ενισχύσεις… μόνο που τώρα τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Βρήκε μιά κατάσταση τελείως ώπα! Οι Αζτέκοι της πρωτεύουσας κρατούσαν άσχημα μούτρα – όχι μόνο σ’ αυτόν, αλλά σ’ όλους τους Ισπανούς.

Τί είχε προηγηθεί στην απουσία του; τί είχε συμβεί;

Ο Αλβαράντο είχε δώσει εντολή οι στρατιώτες να επιτεθούν στον κόσμο, καί να ρίξουν στο ψαχνό. Γιατί; διότι –όπως είπε-, με αφορμή κάποια θρησκευτική γιορτή (μάλλον το θερινό ηλιοστάσιο, λίγες μέρες πρίν), ο συγκεντρωμένος λαός των Αζτέκων ετοιμαζόταν να τους σφάξει, κι έπρεπε να προλάβει.

[Σημαντική παρένθεση: καταλάβατε, τώρα, γιατί εδώ απαγορεύονται πλέον οι λιτανείες;

Δεν είναι μονάχα ότι το γκουβέρνο μισεί θανάσιμα τα έθιμα των Ελλήνων (καί τους Έλληνες τους ίδιους), αλλά το ότι οι κρυφοί του εντολοδότες γνωρίζουν άριστα Ιστορία· πολύ καλύτερα από μένα κι από σένα, αναγνώστη μου.

Σιγά, τώρα, μην έχουν τέτοιες ιδέες από μόνα τους, τα αγράμματα καί ανιστόρητα βλήματα του γκουβέρνου!]

Ευτυχώς που οι εξεγερμένοι Αζτέκοι της πρωτεύουσας δεν ήταν ο στρατός, αλλά μεγαλύτερες ηλικίες· πολίτες. Οι νοικοκυραίοι! Οπλισμένοι όπως-όπως. Αλλοιώς, δεν θα ήταν καθόλου ευοίωνα τα πράγματα γιά τους Ισπανούς.

. . . . . . .

Αφορμή γιά την όντως εξέγερση αυτή, φαίνεται πως ήταν ένα άλλο, κωμικοτραγικό περιστατικό, που αναφέρεται στα χρονικά.

Εκεί που γλεντούσε ο λαός (με αφορμή τη θρησκευτική γιορτή), στο παλάτι κερνούσαν τους Ισπανούς κρασί κάτι κοριτσάκια ντόπια. Ενός Ισπανού, λοιπόν, απ’ το ψιλομεθύσι σταμάτησε να λειτουργεί το πάνω κέντρο αποφάσεων (ο εγκέφαλος), κι άρχισε να παίρνει μπρος το κάτω. Είδε μιά πιτσιρίκα απ’ αυτές, κάπως πιό ανεπτυγμένη, καί πήγε να την αρπάξει διά τα περαιτέρω. “- Έλα ‘δώ, ψιψίνα, να σου ξηγήσω τ’ όνειρο!”

“- Άχ, μή, κχί κχί κχί!!!”, έκανε νάζια το ανήλικο, καί πήγε να φύγει. Αλλά ο λεβέντης θύμωσε! “- Έλα ‘δώ, πουτανάκι, που θα μου πείς εμένα ‘όχι’!” Την αρπάζει, λοιπόν, την βάζει να καθήσει απάνω του, τη γραπώνει γερά με τό ‘να χέρι, καί με το άλλο άρχισε το χούφτωμα. Φαίνεται, όμως, πως το παράσφιξε το μικρό, ο μαλάκας, κι αυτό πόνεσε· σκύβει καί του πατάει μιά τρομερή δαγκωνιά στο χέρι που την έσφιγγε, που τού ‘κοψε κρέας. Χώρια το αίμα, που έκανε ρυάκια.

Το μικρό του ξέφυγε τελικά. Ο Ισπανός απ’ την πλευρά του κατέβασε αρκετά καντήλια, αλλά η ζημιά είχε γίνει: διαδόθηκε σαν αστραπή σ’ όλη την Τενοχτιτλάν ότι οι ξένοι “με τα μαλλιά στο πηγούνι” (οι ίδιοι οι αυτόχθονες δεν βγάζουν γένεια καί μουστάκια) βγάζουν αίμα, άρα δεν είναι θεοί, όπως πιστεύτηκε αρχικά! Άρα, σφάχ’ τε τους, να τελειώνουμε!

Το τί μαχαίρωμα έπεσε μετά σε ξέμπαρκους Ισπανούς, που τριγυρνούσανε στα σοκάκια καί θαυμάζανε το τοπίο, δε λέγεται!…

Τώρα, θα με ρωτήσεις, τί κόλλημα είχαν κι οι Αζτέκοι με το αίμα! Δεν βλέπανε τόσον καιρό ότι οι γιαλαντζή “θεοί” πάνε γιά χέσιμο; δεν μπορούσαν να κρίνουν απ’ αυτό το γεγονός, ότι δεν πρόκειται γιά θεούς;

Τί να σου πω, αναγνώστη μου! Πώς εμείς έχουμε κόλλημα με τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, τον Εξαδάχτυλο, τις προφητείες; έτσι κι οι Αζτέκοι είχαν κόλλημα με τους θεούς, που θα ‘ρχόντουσαν πάλι κάποια μέρα απ’ την ανατολή.

Στο κάτω-κάτω, το έξυπνο πουλί απ’ τη μύτη πιάνεται. Έξυπνοι εμείς, έξυπνοι κι οι Αζτέκοι, αλλά αμφότεροι τα σκατώσαμε.

Τέλος πάντων, ο Αλβαράντο είτε δεν έμαθε γιά το περιστατικό, είτε δεν του έδωσε σημασία, είτε δεν κατάλαβε πώς το ερμήνευσαν οι Αζτέκοι. Ενήργησε καθαρά ως στρατιωτικός – καί πολύ σωστά.

Επί εννιά μέρες έβραζε ο λαός της Τενοχτιτλάν εναντίον των Ισπανών, οι οποίοι είχαν ταμπουρωθεί στο παλάτι, καί τους οποίους ήθελε να τους κάψει ζωντανούς. Όμως, γιατί άφησαν ανενόχλητον τον Κορτέζ να μπεί; Προφανώς γιά να τον έχουν κι αυτόν στο χέρι, εγκλωβισμένον στο παλάτι.

. . . . . . .

Σουρούπωνε στην Τενοχτιτλάν, όταν ο (σχεδόν έξαλλος) Κορτέζ είχε μιά ιδέα: να βάλει τον αυτοκράτορα να μιλήσει στον λαό απ’ το μπαλκόνι, μπας κι ησυχάσουν. Πράγματι, ο Μοντεζούμα βγήκε, δοκίμασε να μιλήσει… αλλά, εκτός από αποδοκιμασίες καί βρισιές, έφαγε κι ένα ακόντιο κατάστηθα από κάποιον μέσα στον όχλο, καί σχόλασε.

Τα Αζτέκικα χειρόγραφα λένε ότι τον σκότωσαν οι Ισπανοί, αλλά αυτό δεν στέκει· ο Κορτέζ εκείνη την ώρα θα τον ήθελε σίγουρα ζωντανό, ως ανταλλάξιμο όμηρο. Δεν θα τον σκότωνε.

Ο Μοντεζούμα όντως δεν ήταν καθόλου λαοφιλής. Οι ιθαγενείς τον θεωρούσαν μαλακό κι ενδοτικό πέραν του δέοντος, πράγμα παραδοσιακώς απαράδεκτο γι’ Αζτέκο αυτοκράτορα. Απόδειξη; το ότι δεν ήλεγχε τον στρατό, ο οποίος υπάκουε στους συγγενείς του, όχι σ’ αυτόν. Καί το ότι ο εμφύλιος πόλεμος έγινε ακριβώς γιά το ζήτημα της διαδοχής του. Έτσι, ήρθε -κερασάκι στην τούρτα- καί το θέμα με τους ξένους γιαλαντζή “θεούς”, στους οποίους αυτός επέτρεψε την είσοδο στη χώρα, καί το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο.

Αφού απέτυχε καί η επί του μπαλκονιού ομιλία του Μοντεζούμα, ο Κορτέζ κατά τις εννέα το βράδυ συγκάλεσε στρατιωτικό συμβούλιο, στο οποίο μετείχαν καί ο καθολικός ιερέας της αποστολής, αλλά καί …ο αστρολόγος της αποστολής!!! Πράγματι, ο τελευταίος έβγαλε πόρισμα απόλυτα σύμφωνο με τη στρατιωτική εκτίμηση του Κορτέζ, ότι δηλαδή έπρεπε να την κοπανήσουν πρίν τις 12 τα μεσάνυχτα, αλλοιώς η τύχη τους μαύρη!

Σα να μην έφταναν αυτά, ξεκινάει καί μιά βρόχα καλοκαιριάτικη, σκέτα καρεκλοπόδαρα!

Ετοιμάζονται, λοιπόν, όσοι ήταν εκεί, γιά βιαστικό φευγιό προς τ’ ανατολικά, προς την ασφάλεια της ακτής καί των συμμάχων Τολτέκων. Αναγκαστικά άφησαν πίσω τα κανόνια τους, κάμποσα άλογα, μερικά κασόνια με πυρομαχικά· κι όσοι δικοί τους δεν ήταν μαζί τους, αλλ’ ακόμη θαύμαζαν το τοπίο στα σοκάκια, καλή αντάμωση στην Κόλαση! Δεν θα καθόντουσαν να τους ψάξουν.

Η 30η Ιουνίου 1520 είναι η – όπως καταγράφηκε στην Ιστορία – περίφημη Θλιμμένη Νύχτα, η Νότσε Τρίστε.

. . . . . . .

Ξεκινάνε κατά τις δέκα καί μισή υπό καταρρακτώδη βροχή γιά νυχτερινή πορεία, να φύγουν όσο πιό μακριά μπορούν. Όχι εύκολο εγχείρημα!… Οι Ισπανοί στρατιώτες τότε φορούσανε μεταλλικό θώρακα, μεταλλικό κράνος, κι απ’ τη βροχή στάζανε ολόκληροι ποτάμια. Άσε που, όταν πήγαν να διασχίσουν την πλησιέστερη γέφυρα προς τη στεριά, διαπίστωσαν πως τους περίμεναν οι Αζτέκοι με άγριες διαθέσεις!

Πάνε προς άλλη γέφυρα, κι εκεί τα ίδια! Έπρεπε, όμως, να βρούν διέξοδο οπωσδήποτε· διότι, αν έμεναν, θα δίνανε μάχη σώμα με σώμα. Με τέτοια βροχή, είναι αμφίβολο αν οι τσακμακόπετρες απ’ τα αρκεβούζια θα παίρναν φωτιά. Ή αν θ’ άναβε το μπαρούτι τους.

Τελικά, βρήκαν μιά γέφυρα αφύλαχτη. Αυτή ήταν η πιό μακρυνή απ‘ όλες, σε σχέση με το παλάτι. Οι Αζτέκοι, είτε σκέφτηκαν ότι δεν θα πήγαιναν οι Ισπανοί προς τα εκεί, είτε δεν είχαν αρκετό κόσμο να φυλάει όλες τις γέφυρες, είτε ήξεραν πως το έδαφος μετά τη συγκεκριμένη γέφυρα ήταν χάλια, άρα η διέλευση πεζών μέσα στη λασπουριά ήταν σχεδόν απαγορευτική.

Να μην τα πολυλογούμε, οι Ισπανοί είχαν περάσει οι μισοί τη γέφυρα, όταν οι Αζτέκοι τους πήραν χαμπάρι, κι έτρεξαν να τους κυκλώσουν. Αλλά ήταν πλέον αργά. Οι Ισπανοί με τους Τολτέκους συμμάχους τους πέρασαν, διέφυγαν, κι άρχισαν ολονύκτια πορεία προς τ’ ανατολικά.

Κατάφεραν τα θηρία κι έκαναν (μ’ όλο το βάρος που κουβαλούσαν, νηστικοί, διψασμένοι, καί σταζοντας νερό) καμιά ογδονταριά χιλιόμετρα (Αθήνα-Θήβα στο περίπου) μέχρι να ξημερώσει… κάτι, που καί σημερινά κομμάντο θα δίσταζαν να το κάνουν. Οκτώ ώρες με δέκα χιλιόμετρα την ώρα… που, υπόψη, δεν βγαίνουν με περπάτημα, αλλά με τροχαδάκι. Άσε κι οι έμπειροι ιππείς, που ρίχναν ύπνο απάνω στη σέλα, όπως καί τ’ άλογά τους περπατάγανε καί κοιμόντουσαν ταυτόχρονα!

Άλλες εποχές εκείνες, τρομερής σκληραγωγίας κι επαφής με τη φύση.

. . . . . . .

Ξημερώνει ο θεός την χαρμόσυνον ημέραν (χωρίς βροχή, πιά), φτάνουν σε μιά μικρή πεδιάδα, η οποία ανατολικά φραζόταν από μιά λοφοσειρά…

…καί τί βλέπουν;

Στους πρόποδες της λοφοσειράς, σ’ όλο το μήκος τους, κάτι γυάλιζε. Κι απάνω στον λόφο γυάλιζε κάτι άλλο· χρυσό, σαν τον ανατέλλοντα Ήλιο, που τον είχαν κόντρα στα μάτια τους.

Το κάτω, τώρα, φίδι δεν ήταν. Τόσο μεγάλο φίδι, δεν γίνεται!

Όταν έδιωξαν τις τσίμπλες απ’ τα μάτια τους, είδαν πως αυτός ο όφις δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ολόκληρος ο στρατός των Αζτέκων!!!… ο οποίος –χωρίς να το ξέρουν οι Ισπανοί- είχε πλέον μονοιάσει, είχε μάθει τα μαντάτα, κι έτρεξε να τους προϋπαντήσει! Εμπειροπόλεμοι κι ετοιμοπόλεμοι Αζτέκοι, εφοδιασμένοι με τόξα, ακόντια, κοντόσπαθα… καί το τρομερότερο όπλο όλων, ρόπαλα με μπηγμένα ξυραφάκια από οψιδιανό απάνω τους. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες νοματαίοι, που χαμογελούσαν κι έλεγαν: “- Έλα στον θείο, να σε κάνει νταχτιρντί!”

Νύστα τέλος, απότομα. Αδρεναλίνη τέρμα ψηλά. Άλλο τόσο απότομα.

Το απάνω που γυάλιζε, ήταν το χρυσό αντίσκηνο του Αζτέκου αρχιστράτηγου, που ήταν ο ξάδερφος του αυτοκράτορα. Συν το επίσης χρυσό λάβαρό του, μπηγμένο δίπλα στη σκηνή, που ανέμιζε.

Κάποιες ιστορικές αναφορές γράψαν ότι αυτός ο αρχιστράτηγος ήταν γυναίκα· λάθος, όμως, διότι οι Αζτέκοι απλούστατα είχαν έθιμο ν’ αφήνουν μακριά μαλλιά.

. . . . . . .

Οι τρομεροί αυτοί πολεμιστές των Αζτέκων, όμως, ενώι μπορούσαν (με το πλήθος τους) να ισοφαρίσουν την υστερήσή τους έναντι των Ισπανών σε οπλική τεχνολογία (δεν είχαν ούτε κάν άλογα), κάναν ένα τρομερό στρατηγικό λάθος: παρατάσσανε τον στρατό τους σε μεγάλο πλάτος, αλλά σε πολύ μικρό βάθος – πέντε, έως δέκα ανδρών. Καί τούτο, διότι πολεμούσαν με τελετουργία, όπως όλοι οι αρχαίοι στρατοί που ήταν κολλημένοι στο εθιμικό παρελθόν.

Εμείς, ας πούμε, δεν κάναμε επίθεση νύχτα. Οι Πέρσες είχαν τέσσερα στρατιωτικά σώματα, τους ψιλούς, τους κυρίως στρατιώτες με τους “δυνατούς” (δηλαδή, τη βασιλική φρουρά), το ιππικό, καί τα δρεπανηφόρα άρματα, που τα ρίχνανε στη μάχη μ’ αυτή τη σειρά ακριβώς. Παναπεί: σε φτύνω, σε πολεμώ, σε νικώ, καί σε πατάω αποκάτου.

Οι Αζτέκοι, τώρα, πολεμούσαν σώμα με σώμα (“μάν του μάν”, που λένε στο ποδόσφαιρο), εξ ού καί το τρομερό πλάτος της παράταξής τους, διότι αυτό το θεωρούσαν ανδρεία. Κι ο σκοπός τους ήταν όχι τόσο να σκοτώσουν εχθρούς, αλλά να τους συλλάβουν αιχμαλώτους. Γιατί; διότι μετά αναλαμβάνανε οι ιερείς τους να τους ανοίξουν το στήθος καί να τους ξερριζώσουν την καρδιά, ενόσωι οι αιχμάλωτοι ήσαν ακόμη ζωντανοί. (Χωρίς αναισθησίες καί λοιπά περιττά.) Την οποία καρδιά την αφιερώνανε στον θεό Ήλιο, ο οποίος έτσι θα ευχαριστιόταν καί θα συνέχιζε την πορεία του στον ουρανό.

Ανδρείο μπορεί να ήτανε όλο αυτό, αλλά στρατηγικώς ήταν μιά μαλακία καί μισή. Ευτυχώς γιά τους Αζτέκους, κι οι άλλες φυλές της περιοχής είχαν τα ίδια μυαλά.

Ο Κορτέζ, τώρα, μπορεί να ήταν κάθαρμα, αλλά περί τα στρατιωτικά ήταν γάτα με πέταλα. Τό ‘δε αυτό με την παράταξη των Αζτέκων, καί…

. . . . . . .

Η τρομερή σπάθα του ιππικού έξω απ’ τη θήκη.

Ψηλά.

Χειροφυλακτήρας στο μέτωπο, κατέβασμα στο στόμα, φιλί.

Πόρ Ονόρ ύ Σάγκρε. Γιά την Τιμή καί το Αίμα.

Ιππότες, ανέκαθεν.

. . . . . . .

Στρέφει το άλογό του προς τους δικούς του, καί τους κοιτάζει όλους κατάματα, έναν προς έναν.

– Άντρες! Θα πεθάνουμε!”

Σιγή.

“- Όμως, ποιός θέλει να πεθάνει μαζί μου;”

Μέσα στη δύσθυμη σιγή, βγήκαν απ’ την παράταξη τρείς ιππείς καί τον πλησίασαν.

. . . . . . .

Η απόσταση απ’ τους Αζτέκους ήταν ένα τριάρι χιλιόμετρα.

Οι τέσσερεις καβαλλάρηδες πλησίασαν με τροχασμό. Μόνοι τους.

Οι Αζτέκοι νόμισαν πως, εφ’ όσον δεν κινείται ο εχθρός τους, έχουν να κάνουν απλά με τέσσερεις παλαβούς, καί δεν κινήθηκαν ούτ’ αυτοί.

Στα τελευταία τριακόσια μέτρα, ο Κορτέζ έδωσε σπάθες έξω κι επέλαση κατευθείαν στο κέντρο της παράταξης των Αζτέκων.

Όταν οι Αζτέκοι του κέντρου κινήθηκαν να περικυκλώσουν τους τέσσερεις ιππείς, ήταν μάλλον αργά. Τα άλογα έπεσαν με φόρα απάνω τους, καί, παρά τις ξυραφιές με τα ρόπαλα καί το αίμα (ανθρώπινο κι αλογίσιο) πού ‘τρεχε άφθονο, αρκετοί από δαύτους κονόμησαν σπαθιές καί σχόλασαν. Στο μισό, κάν ένα λεπτό της ώρας, ο κλοιός έσπασε.

Τ’ άλογα, σπηρουνισμένα άγρια καί χρεμετίζοντας, ανέβηκαν τον ανήφορο καλπάζοντας, οι Αζτέκοι στο κατόπι τους. Αλλά δεν τα φτάνανε.

Ο αρχιστράτηγος δεν κινήθηκε.

Ο Κορτέζ τον φτάνει, με μιά καλοζυγισμένη σπαθιά του κόβει το κεφάλι, το αρπάζει απ’ τα μαλλιά, φρενάρει τ’ άλογο δίπλα στο λάβαρο, στρίβει προς την πεδιάδα, ξερριζώνει το λάβαρο απ’ το έδαφος, το σηκώνει ψηλά με τό ‘να χέρι, καί με τ’ άλλο κρατάει σπάθα, κεφάλι, καί χαλινάρια μαζί.

Πλαισιωμένος απ’ τους άλλους τρείς, που ήθελαν να πεθάνουν μαζί του.

Καί τότε…

Καί τότε…

Αυτό δεν ξανάγινε ποτέ καί πουθενά, κι ούτε πρόκειται να ξαναγίνει.

Διακόσιες πενήντα χιλιάδες φοβερές πολεμικές μηχανές παρατάνε ταυτόχρονα τα όπλα, πέφτουν μπρούμυτα καταγής, καί προσκυνάνε τους “θεούς”!!!

. . . . . . .

Τί συγγραφιλίκια, κι αηδίες! Πρέπει νά ‘ναι κανείς πολύ αναίσθητος, σχεδόν αρχιγάϊδαρος, γιά να έχει την ψυχραιμία να γεμίζει ακαδημαϊκά χαρτιά με την περιγραφή της σκηνής αυτής.

Εγώ, κάθε φορά που τη φέρνω στο μυαλό μου, μένω κάγκελο.

. . . . . . .

Σχεδόν εννέα το πρωΐ, πρώτη Ιουλίου 1520. Η Κατάκτηση είχε τελειώσει.

. . . . . . .

Η Κατάκτηση του Μεξικού είχε τελειώσει μέν εκείνο το πρωϊνό, αλλ’ απέμενε το τυπικό μέρος.

Ο Κορτέζ με τους δικούς του ξαναπήγαν στη θάλασσα, στους Τολτέκους, καί ξαναγύρισαν στην Τενοχτιτλάν ως κατακτητές πιά. Οι σποραδικές εστίες αντίστασης κάποιων Αζτέκων κατανικήθηκαν.

Σύμμαχος των Ισπανών στην τελική φάση της “Κονκέστας”, ήταν καί μιά επιδημία ευλογιάς, που θέρισε τους Αζτέκους. Μάλλον Ευρωπαιοφερμένη.

Ο Φερδινάνδος Κορτέζ κάθησε στον θρόνο του πάλαι Μοντεζούμα στις 13 Αυγούστου του 1521, κι όλα πιά είχαν τελειώσει καί τυπικά γιά την αυτοκρατορία των Αζτέκων.

. . . . . . .

Επιλογικώς

Η ιστορία, όμως, έχει καί μιά ενδιαφέρουσα συνέχεια, με έμμεσο Ελληνικό ενδιαφέρον.

Οι Αζτέκοι χώριζαν τον στρατό τους σε τέσσερα σώματα: ήταν οι Πάνθηρες, οι Ιαγουάροι (τα λιοντάρια της περιοχής), οι Ιέρακες, καί η αυτοκρατορική φρουρά, οι καλύτεροι πολεμιστές, οι Αετοί.

Ο αρχηγός των Αετών σ’ εκείνη τη φάση ήταν ο Κουαχτεμόκ.

Ο Κουαχτεμόκ είναι -δίχως υπερβολή– ο Αθανάσιος Διάκος των Αζτέκων.

Οι Ισπανοί τον συνέλαβαν, καί τον βάλανε ξυπόλητον απάνω στα κάρβουνα, να τους πεί πού είναι το χρυσάφι. (Το οποίο, σημειωτέον, δεν είχε ανταλλακτική αξία στους Αζτέκους· ήταν απλώς ένα όμορφο διακοσμητικό, που το βρίσκαν άφθονο στη φύση.)

Το παλληκάρι δεν έβγαλε άχνα.

Τελικά, τον κάψανε ζωντανόν.

Αλλά δεν τους έδωσε ούτε κάν τη χαρά να φωνάξει απ’ τους πόνους.

Ο αδριάντας του σήμερα κοσμεί την κεντρική πλατεία της Πόλης του Μεξικού, η οποία χτίστηκε στη θέση της κατεδαφισμένης Τενοχτιτλάν.

Θέλω μιά μέρα να μπορέσω να πάω εκεί, γιά ν’ αποδώσω τις δέουσες τιμές σ’ έναν ήρωα. Διότι ο ηρωϊσμός δεν έχει ειδική προέλευση… κι εμείς οι Έλληνες πάντα τον αναγνωρίζουμε, όποτε εκδηλώνεται.

. . . . . . .

Όλα τα παραπάνω περιγράφονται στο βιβλίο του τυφλού Βοστωνέζου δικηγόρου καί ιστορικού (καί διευθυντή βιβλιοθήκης), του Γουΐλλιαμ Χίκλινγκ Πρέσκοττ. (Εδώ το pdf γιά κατέβασμα, αν καί τό ‘χουν κι αλλού.)

Γιατί τυφλού;

Διότι, στο ακριβό ιδιωτικό σχολείο που πήγαινε, καί στο οποίο οι μαθητές ήσαν εσώκλειστοι καί τρώγαν σε κοινά γεύματα, την ώρα του γεύματος κάποιο μαλακισμένο του πέταξε με δύναμη κόρες ψωμιού στα μάτια, καί του τ’ αχρήστευσε γιά μιά ζωή.

Ειλικρινά, δεν γνωρίζω πόση βιβλιογραφία πρόλαβε να διαβάσει ο ίδιος, καί πόση του διάβαζε κάποιος υπηρέτης του. Η συγγραφή του βιβλίου του, πάντως, έγινε καθ’ υπαγόρευσιν, διότι παρουσιάζει ασυνέχειες. (“- Πού είχαμε μείνει;” “- Εδώ, κύριε Πρέσκοττ!” “- Ά, ναί! Γράφε, λοιπόν:…”) Παρά ταύτα, παραμένει ασύγκριτα γοητευτικό το κείμενο.

Τώρα, τα τέσσερα ονόματα των ταγμάτων των Αζτέκων σας θυμίζουν κάτι; Πολύ σωστά, είναι τα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, τα λεγόμενα “θηρία”! Πάνθηρ, Λέων (ναί, το πείραμα της Φιλαδέλφειας!), Ιέραξ, Αετός.
Στο ΠΝ, κάθε πλοίο που αντικαθιστά ένα ίδιας αποστολής προηγούμενο (πχ φρεγάτα με φρεγάτα), συνήθως παίρνει το ίδιο όνομα. Ψάχνοντας, λοιπόν, πόθεν τα τάγματα των Αζτέκων ως ονόματα των πλοίων μας, έφτασα μέχρι κάπου το 1895, όπου έχουμε τέσσερεις τορπιλλακάτους ως τις πρώτες, που ονομάστηκαν έτσι. Ποιός, όμως, ήταν ο “νονός”;

Πιθανώτατα οι τότε βασιλόπαιδες του Γεωργίου του Α’, οι οποίοι –επίσης πιθανώτατα– είχαν διαβάσει το βιβλίο του Πρέσκοττ κι εντυπωσιάστηκαν.

. . . . . . .

Όλβιος, όστις Ιστορίης έσχεν μάθησιν!

Πιστεύω ότι, αν μή τί άλλο, πρόσφερα κάμποση ολβιότητα στους αναγνώστες μου.

ΤΕΛΟΣ

. . . . . . .

Υγ: Συγχωρήστε μου την όποια ακαταστασία της αφήγησης, διότι ακόμη καί οι επαγγελματίες ιστορικοί αναγνωρίζουν πως τα γεγονότα στα χρονικά δεν αναγράφονται πάντα με τη σωστή λογική / χρονική σειρά (είτε από τους Αζτέκους, είτε από τους Ισπανούς), οπότε αποκαθίστανται αφηγηματικώς μόνον διά της λογικής.

Βασικό διάβασμα, πάντως, εδώ.

Να δείς τί σού ‘χω γιά μετά! – reprise

9 Σχόλια

α με συμπαθάει ο Μιχάλης Γκανάς…

(…Έ, όχι καί: «- Ποιός είν’ αυτός;»! Τα νεούλια να ξεστραβωθούν εδώ – καί φωτό, εδώ.)

…αλλά ο χρόνος δεν σταματάει.

Ακούστε, όμως, πρώτα την κομματάρα (σε στίχους δικούς του, καί μουσική του μακαρίτη του Λαυρέντη) :

 

 

 

Καί (μ’ όλον τον σεβασμό στον ποιητή) ξανακαβαλλάμε τα κύματα των δεκαετιών με τη σερφοσανίδα· Εργοδοτικώς πως.

 

2000

Το δυό χιλιάδες έφτασε

Μαγιάνων προφητείες

Μιλλένιουμ καμαρωτόν

εις τον βυθόν των μετοχών

 

Ναί, μά ο Έλλην, ως γνωστόν,

ποτέ του δέ μαθαίνει

κομίζοντας καινόν ουδέν

μέσα σε δίλιτρες Καγιέν

 

Με άλλα λόγια θα σ’ το πώ

κι έναν ανάπηρο σκοπό

με τρία ζήρο στη σειρά

λουστήκαμε μηδενικά

Να δείς τί σού ‘χω γιά μετά!

 

2010

Στου δέκα την ανατολή

χορτάσαμ’ υποσχέσεις

«λεφτά υπάρχουν» αρκετά

στων ψηφοφόρων τα μυαλά

 

Το «ναί» που «όχι» ήτανε

μας πήρε καί μας σήκωσε

με Τρόϊκα καί ΔουΝουΤού

τραβάμε γιά γκρεμό ντουγρού

 

Με άλλα λόγια θα σ’ το πώ

κι έναν ανάπηρο σκοπό

από το δέκα καί μετά

πρώτη φορά Αριστερά!

Να δείς τί σού ‘χω γιά μετά!

 

2020

Στου είκοσι τις απαρχές

χουντάρα, μα καί «γύψος»

τον τρώμε δημοκρατικώς

να φταίει, τάχα, ο ιός;

 

«- Φερμπόττεν!» όλα· φαίνεται

θα πάει μακριά η βαλίτσα

λάθρο τζιχάντια ένα τουρλού

Ψευτο-Ρωμαίϊκο καπούτ!

 

Με άλλα λόγια θα σ’ το πώ

κι έναν ανάπηρο σκοπό

Από το είκοσ’ καί μετά

με μακροβούτια στα σκατά

Να δείς τί σού ‘χω γιά μετά!

 

– – – – –

 

Αυτό, που «σού ‘χω γιά μετά», είναι μάλλον προφανές. Αλλά…

…Να είμαστε όλοι καλά δέκα χρόνια μετά, να γράψουμε μιά διαφορετική συνέχεια!

Κάπως έτσι:

 

2030

Τριάντα χρόνια πέρασαν

που τρώγαμε ελπίδες

Μα όμως καί παρ’ όλ’ αυτά

τέλος καλό, όλα καλά!

 

Άνοιξη φέγγει γύρω μας

καί πάνε οι χειμώνες

δεν θα ξανάρθουν ποτέ πιά

ούτε ανάμνηση κακιά

 

Με άλλα λόγια θα σ’ το πώ

κι έναν ανάπηρο σκοπό

Απ’ το τριάντα καί μετά

Σού ‘χω  Ελλάδα  γιά μετά!

Σού ‘χω  Ελλάδα  γιά μετά!

Σού ‘χω  Ελλάδα  γιά μετά!

 

Μιά δύσκολη γέννα

26 Σχόλια

Αφιερώνεται

στη Συμμορία του «Διόδοτου»!

 

 

α πολλά λόγια είναι φτώχεια, ναί. Αλλά, πάλι…

…Δεν γίνεται να πάμε ντου(γρού) στο ψητό, λες κι είμαστε καννίβαλοι.

Ας αρχίσουμε, λοιπόν, από έναν θρύλο.

 

α. Η Αθηναϊκή βοήθεια

Ήταν, λέει, κάποτε, που οι Σπαρτιάτες (ναί, αυτοί οι φοβεροί καί τρομεροί πολεμιστές) είχαν στριμωχτεί άγρια απ’ τους προγόνους του Παλαιού! (Ναί, ρέ σείς! Με ξέρετε εμένα να λέω ψέμματα;  🙂  ) Καί τά ‘παιξαν… καί κόντεψαν να τα χάσουν.

Με τα σώβρακα σχεδόν να μυρίζουν δυσόσμως, λοιπόν, τί να κάνουν; τί να κάνουν;… Έστειλαν κατεπειγόντως αγγελιαφόρο στους Αθηναίους, να ζητήσουν βοήθεια.

Περνάνε καναδυό μέρες, περνάνε άλλες καναδυό, βοήθεια πουθενά· κι οι Μεσσήνιοι όλο καί να πιέζουν αγρίως. Όμως, κάπου την πέμπτη μέρα, βλέπουν κουρνιαχτό να κατεβαίνει απ’ το Μαίναλο. «- Άαααα!!! Η βοήθεια των Αθηναίων!», ανεφώνησαν περιχαρείς.

Αλλά δεν κράτησε πολύ η χαρά τους· μόλις κατάκατσε η σκόνη, βλέπουν να πλησιάζει στην ένδοξη Σπάρτη ένας γάϊδαρος. Κι αριστερά-δεξιά στον γάϊδαρο, φορτωμένα δυό σακκιά. Κι απάνω στον γάϊδαρο, ένας μπάρμπας – να χτυπάει τα πόδια «- Ντέ ντέ ντέ!» στην κοιλιά του ζωντανού.

Μείναν κάγκελο οι Σπαρτιάτες να κοιτάνε, σταμάτησε ο γάϊδαρος, ξεπέζεψε ο μπάρμπας… καί, ώ της φρίκης γιά τους πολεμισταράδες, εκτός από μπάρμπας, ήταν καί χωλός! Καί τότε, διημείφθη ο εξής ιστορικός διάλογος:

«- Τ’ είσ’ εσύ, ρέ μπάρμπα;», τον ρώτησε είς Σπαρτιάτης γενναίος πολεμιστής, μόλις επανήλθε στην πραγματικότητα.

«- Η Αθηναϊκή βοήθεια!», απεκρίθη ο μπάρμπας μειδιών.

«- Εσύ;»

«- Εγώ! Μπερδεγουέη, με λένε Τυρταίο, καί χάρηκα γιά τη γνωριμία!»

Ξύσανε (έμπλεοι απορίας) οι γενναίοι Σπαρτιάτες τα γενναία κεφάλια τους, αλλά νόημα δεν έβγαινε.

Όμως, ο μπάρμπας απτόητος άρχισε να σκαλίζει τα δισάκκια του, κι από δαύτα έβγαλε μιά λύρα, κι άρχισε «γκλίν γκλίν γκλίν!» να την κουρδίζει. Έ! Τότε ήταν που φρίκαραν τελείως οι Σπαρτιάτες, διότι κάτι τέτοια καλλιτεχνικά τα ψιλοθεωρούσαν ψιλοαδερφίστικα.

 

[Παρένθεσις:

Στην αρχαιότητα, όποτε μαζευόντουσαν οι Έλληνες σε κοινές συγκεντρώσεις -Ολυμπιακούς Αγώνες, κτλ-, έπεφτε άγριο αλληλοδούλεμα καί χαβαλές, χειρότερα απ’ τα δικά μας τα γήπεδα σήμερα! Ολόκληρα ιστορικά ανέκδοτα έχουν μαζευτεί σχετικώς! Φαίνεται, λοιπόν, ότι πιό πρίν απ’ το περιστατικό αυτό οι Σπαρτιάτες τους την είχαν πεί των Αθηναίων (ως μαλθακούς καί καλά), κι οι τελευταίοι τους το φύλαγαν – καί τους στείλαν τον Τυρταίο ως πολεμική βοήθεια. Αλλοιώς, δεν εξηγείται!]

 

Ο Τυρταίος δεν έδωσε σημασία. Τους ζήτησε να μαζευτούν γύρω του, καί να τον ακούσουν.

Πρώτος παιάνας.

Η Πατρίδα, οι πρόγονοι, ο Αχιλλέας…

Άααα, όλα κι όλα, τα καλλιτεχνικά ίσως να μην είναι καί πολύ αντρικά, αλλά τα Έπη είναι σεβαστά τοις πάσι! Εδώ συνεννοούμαστε, μιλάμε κοινή γλώσσα – καί καλός ο λυράρης των Αθηναίων!

Προς το τέλος του δεύτερου ρεφραίν, άρχισαν μερικοί δειλά-δειλά (μην τους κράξουν οι λοιποί …γενναίοι) να μουρμουρίζουν τραγουδιστά, συμμετέχοντας.

Δεύτερος παιάνας.

Τί αξίζει ο άνθρωπος, αν δεν γίνει ήρωας;

Οι περισσότεροι άρχισαν γκάπα γκάπα γκάπα ρυθμικά τα ποδάργια κάθετα στο έδαφος.

Τρίτος παιάνας.

Τα σπαθιά ρυθμικά απάνω στις ασπίδες χρρράπ χρρράπ χρρράπ, καί τραγούδι στεντορείως. Όλοι!

Τέταρτος παιάνας.

Τους κούρδισε καλά τους Σπαρτιάτες ο χωλός, όπως κούρδισε τη λύρα του!

Δεν χρειάστηκαν περισσότερα, οι Σπαρτιάτες πλέον τρώγανε σίδερα – καί τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Οι Μεσσήνιοι φάγανε γερή καρπαζιά, καί δεν ξαναενόχλησαν τη Σπάρτη. Στο εφεξής, ασχολήθηκαν με ειρηνικά έργα καί τεκνοποιΐα. (Κι έτσι -διά μέσου των αιώνων- μας έμεινε κι εμάς αμανάτι το αγλάϊσμα του Ελληνοφώνου ιστολογείν, ο Παλιούρας! Lol!!!)

 

Τί θέλει να πεί το ποιητή, λοιπόν;

Ρέ σείς! Έχετε παρατηρήσει ότι οι συν-Έλληνες δεν τραγουδάνε πλέον; (Εκτός από κάτι άθλια σκυλάδικα, δηλαδή· αλλά τίποτ’ άλλο. Κι αυτά, φαλτσάροντας.)

Να μην το πάω μεταφυσικά (το εθνικό τσάκρας του λαιμού μπλοκαρισμένο, κτλ κτλ), αλλά πάλι σήμερα μας χρειάζεται ένας Τυρταίος.

Κατεπειγόντως!

 

β. Η ποίηση

Όσο κι αν (ίσως) σας φανεί περίεργο, στη ζωή μου δεν έχω αποτολμήσει να γράψω ποιήματα (εκτός από καναδυό όλα κι όλα) – παρά το ότι στον πεζό λόγο τα κουτσοκαταφέρνω. Φρικάρω, δέ, χειρότερα απ’ τους Σπαρτιάτες, με κάτι θρασείς απαίδευτους παπάρες, που βγαίνουν στην πιάτσα καί δηλώνουν συγγραφείς τε ποιητές τε, ή κάτι παρεμφερείς «βροντηγμένες» (που λέει καί μιά ψυχή απ’ τη Μυτιλήνη) σαλογκόμενες, ομότεχνες των προηγουμένων.

(Δεν μπορώ, δέ, εδώ να μην αναφέρω την ανυπέρβλητη κακία παύλα αριστούργημα λαϊκής Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας – που δεν θυμάμαι πού τη διάβασα: «- Κι εμείς έχουμε σεξουαλικά βίτσια, αλλά δεν τα κάναμε λογοτεχνήματα!» Καρα-lol!!!!!)

Πού πάτε, ρέ Καραμήτροι καί Καραμήτραινες;!

Η ποίηση, αφ’ ενός προαπαιτεί μέγιστη παιδεία. (Κι όχι άτομα, που γνωρίζουν -αν τον γνωρίζουν- τον Παπαδιαμάντη από …μετάφραση. Άντε χεστήτε, τώρα, με τα διάφορα «σεμινάρια δημιουργικής γραφής», καί τις λοιπές παρόμοιες γενειάδες του συρμού! Δεν σας μετατρέπουν σε γραφιάδες περιωπής αυτά.) Αφ’ ετέρου, η ποίηση -γιά νά ‘ναι ποίηση- πρέπει νά ‘χει κάτι να πεί· καί δή, υψηλό. Διότι ισχύει στο 100% αυτό που έγραψε ο Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης:

Αφού δεν είχες τί να πείς

κύριε ποιητά

γιατί ενόχλησες τις λέξεις;

(Γράφω από μνήμης, συγχωρέστε μου το τυχόν φάουλ στην αναγραφή του ποιηματιδίου.)

Τώρα, θα μου πείς… Αφού τυγχάνουν απαίδευτοι οι αναγνώστες τέτοιων χαρτουργημάτων, τί περιμένεις κι εσύ, ρέ ανάποδε, απ’ τους δημιουργούς τους; Ποιός θα τους κρίνει, καί με τί προσόντα;

Οκέϋ, πάω πάσο!  🙂

 

Ωστόσο, αν καί μή τυγχάνων ποιητής, θα το τολμήσω. (Να το παίξω νέος Τυρταίος, παναπεί.) Κι αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη – γιά τις σάπιες ντομάτες που θα μαζέψω.

 

γ. Μιά δύσκολη γέννα.

Παιάνας, λοιπόν! Εμβατήριο!

Παρά το ότι τα δικά μας -καί πολύ ωραία!- εμβατήρια κατά κανόνα είναι ματζόρια (σε αντίθεση πχ με τα Ρώσσικα, που είναι μινόρια – δες τον εθνικό τους ύμνο, ας πούμε), σήμερις θα περάσω συνεργείο καί ρεκτιφιέ ένα πασίγνωστο μινοράκι.

Που αγαπήθηκε· τραγουδήθηκε μέχρι καί σε γήπεδα (παλλαϊκή η υποδοχή / αποδοχή του, παναπεί)·έγινε οικείο τοις πάσι· κι ως αξιοπρεπές τέρας, τελικά ξέφυγε απ’ τον δημιουργό του.

Τώρα, με τη μουσική ‘ντάξ’. Πολύ παραπάνω από ‘ντάξ’, δύναμαι να ισχυριστώ.

Μόνο που οι αρχικοί στίχοι δεν το εκφράζουν καθόλου, λέγω σας. Το πραγματικό του νόημα παραμένει κρυμμένο. Είναι σα μιά δύσκολη γέννα… σα μωρό, που δε λέει, δέ θέλει να βγεί στον κόσμο.

Που όλο καί πάει να σκάσει μύτη, αλλά δέν. Ξανακάνει πίσω.

«- Τέχνη κάνεις, μονάχα αν βγεί από μέσα σου αυτό το ‘- Άχ!’ «, μου είπε κάποτε άνθρωπος με πεζότατο μεν επάγγελμα, αλλά βαθύτατη παιδεία.

Λοιπόν, όλοι αυτοί που τραγούδησαν το συγκεκριμένο τραγούδι, αυτό το «- Άχ!» έψαχναν. Μόνο που αυτό εξακολουθεί να διαφεύγει, αερικό καί φάντασμα.

Οπότε, σειρά μου τώρα να δοκιμάσω να κάνω Τέχνη, μπας καί το ξετρυπώσω επιτέλους.

Πάμε, μαέστρο!

 

 

Αυτό ήταν! Τώρα, άμα πέτυχε η συνταγή, ένα έχω να πω:

 

ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΤΟΠΙΑ!

 

 

Επίλογος – οδηγίες προς μουσικώς ναυτιλλομένους

Η δομή του τραγουδιού, όπως αυτό γράφτηκε με τους αυθεντικούς στίχους του (εδώ φαίνεται καθαρά η αρχική στιχουργική του δόμηση), είναι κάπως ασυνήθιστη. Αρχίζει με μιά παρατεταμένη αφηγηματική στροφή, συνεχίζει με ρεφραίν, μουσικό mid-break, ρεφραίν, φινάλε. Καί, ως μουσική «γέφυρα» προς το επόμενο μέρος κάθε φορά, έχει ένα Λά ματζόρε.

Εγώ τη δομή την έκανα σαφώς πιό συμβατική: στροφή / ρεφραίν / στροφή / ρεφραίν / φινάλε. Επίσης, προσέδωσα νοηματική αυτονομία σε κάθε επτάστιχο – κι ένα Ρέ μινόρε στον τελευταίο στίχο να σηματοδοτεί το κλείσιμο του νοήματος κάθε φορά· αλλά καί να δίνει πάσα στα επόμενα, που πάλι αρχίζουν με Ρέ μινόρε. (Μιά ιδέα γιά τις συγχορδίες της αυθεντικής μορφής του τραγουδιού, εδώ. Δεν τις ανέγραψα στη δική μου εκδοχή, θεωρώ σχεδόν αυτονόητο το πώς θα τραγουδηθεί η νέα μορφή.)

Τέλος, το «τους» στη δεύτερη στροφή («με τα σπαθειά τους τα βαρειά») μπορεί ν’ ακουστεί καί ως «μας».

 

Τώρα, θα μου πείς… καί τί σας νοιάζουν εσάς όλ’ αυτά;

Έ… ξέρω καί ‘γώ;

Μπορεί να ενδιαφερθούν καί στα εξωτερικά γιά το πόνημά μου, ώστε από διεθνώς άγνωστοι να καταντήσουμε διεθνώς γνωστοί! Lol!!!

Μπορεί ν’ αποκτήσουμε τίποτις θαυμαστές στας Ευρώπας, ίσως καί κατά Βερολίνο μεριά. Λέω ‘γώ, τώρα.  🙂

 

Είναι μακρύς ο δρόμος προς τον Ήλιο – 2

43 Σχόλια

(προηγούμενο)

 

υφών, το ένα απ’ τα δίδυμα παιδιά του μιάσματος, που καλείται προδοσία. Το άλλο είν’ ο θάνατος.

 

 

vii. Μερικά χρόνια μετά – Τυφών

“- Θέ μου, καλύτερα σκότωσέ με, παρά αυτό!”

Καλύτερα να πέθαινε σε πραγματικό τυφώνα, σκεφτόταν ο ψαράς, όσο βάδιζε μέσα στο πλήθος. Ασήμαντος ανάμεσα σε ασήμαντους (βλέπεις, οι σπουδαίοι βρισκόντουσαν αλλού – καί ρυθμίζαν τις ζωές των ασημάντων), ψυχικά παγωμένος ανάμεσα σε παγωμένους στην ψυχή, πληγωμένος ανάμεσα σε πληγωμένους· έτσι, τουλάχιστον, ήθελε να πιστεύει πως είναι κι οι άλλοι, που συμπερπατούσαν.

Η δημόσια εκτέλεση του Χαάλ θα ελάμβανε χώραν στην κεντρική πλατεία της Ποσείδιας, καί το πλήθος είχε διαταγή από τους άρχοντες (ορατούς κι αόρατους) να παραστεί. Οι εντολές ήσαν σαφέστατες: όποιος πήγαινε να την κοπανήσει, ή να κλειστεί σπίτι του κάνοντας τον άρρωστο, θα έκανε παρέα του αρχηγού της Αντίστασης. Μόνον οι πολύ μακρινοί κάτοικοι της χώρας εξαιρούνταν, όμως ο ψαράς έτυχε να βρίσκεται στην πρωτεύουσα εκείνες τις μέρες… κι έμαθε προς τα πού έπρεπε να πορευτεί, δεχόμενος μερικές καθόλου φιλικές ξυλιές στην πλάτη από τους φρουρούς, που είχαν πλημμυρίσει όλους τους δρόμους καί σαλαγούσαν τον παραδομένο στη μοίρα του λαουτζίκο.

“- Νά που επιτέλους θα τον γνωρίσω!…”, σκέφτηκε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.

 

Ο Χαάλ είχε προδοθεί από άτομο πολύ κοντά σ’ αυτόν· έναν γιατρό. Πολύ καλόν στη δουλειά του μέν, που όμως έψαχνε την απόλυτη νοητική πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους επιστήμονες… αλλά ήξερε, είχε συνειδητοποιήσει πως δεν είχε τα προσόντα γιά κάτι τέτοιο. Πάντα θά ‘μενε στη δεύτερη σειρά. Κι η δεύτερη σειρά ειδικά πίσω απ’ τον Χαάλ, ενοχλούσε πολύ. Τον πονούσε πολύ – καί δεν είχε γιατρειά αυτός της ψυχής ο πόνος. Δεν μίλαγε ο γιατρός, το κατάπινε, μέχρις ότου…

Έναν τέτοιον συμπλεγματικό εγωϊσμό ήταν πολύ εύκολο να τον εντοπίσουν καί να τον εκμεταλλευτούν οι πονηροί. Μόνο που το αντίτιμο της βδελυρής προδοσίας δεν ήταν το χρήμα. Ολάκαιρος Ήλιος, δεν προδίδεται γιά σκουπίδια! Προδόθηκε γιά κάτι, πολύ παραπάνω απ’ το χρήμα.

Προδόθηκε, επειδή του προδότη του υποσχέθηκαν το μυστικό της αθανασίας!

Αυτά δεν τά ‘ξερε ο πολύς κόσμος, όμως ο ψαράς ήταν άριστα πληροφορημένος από τον παιδικό του φίλο, που του είχε παραδώσει τα ψάρια εκείνο το απόγευμα. Στη σκέψη, ξεστόμισε μιά βρισιά. “- Προδότης καί να ζή αιώνια!… Έ, δεν γίνεται αυτό! Δεν πρέπει να γίνει!”, μονολόγησε, καί κούνησε το κεφάλι του θυμωμένος.

Ωστόσο, επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού, το συνωμοτικό σύστημα του Χαάλ λειτούργησε άψογα. Οι λίγοι άμεσα εμπλεκόμενοι (που τους κατονόμασε ο προδότης) την κοπάνησαν εγκαίρως, αλλά από την υπόλοιπη οργάνωση δεν ενοχλήθηκε κανείς στο παραμικρό… γιά τον απλούστατο λόγο, ότι ακόμη κι ο αρχηγός της Αντίστασης δεν τους γνώριζε. Έτσι, ο ψαράς δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο τώρα, που βρέθηκε να τριγυρνάει μέσα στο στόμα της κόμπρας.

 

Στην πλατεία είχε στηθεί μιά υπερυψωμένη εξέδρα… όμως με απάνω της μιά περίεργη χοντρή κατασκευή, σαν ξύλινο κεφαλαίο Π. Ξύλινο; έτσι έδειχνε από μακριά. Τί στην ευχή;! Θα τον κρεμούσαν; Όμως, σχοινί κρεμάλας δεν φαινόταν.

Ο ψαράς -ωθών κι ωθούμενος- πήρε μιά θέση μέσα στο πλήθος, καμιά τριανταριά μέτρα μακριά απ’ την εξέδρα.

Η προσεκτική παρατήρηση έδειξε ότι κάθε σκέλος του Π είχε πάχος περίπου όσο το πλάτος ανθρώπου, ίσως λίγο παραπάνω. Το χρώμα όντως θύμιζε ξύλο περασμένο με σκούρο βερνίκι, αλλά ακόμη κι η άριστη όραση του ψαρά δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει αν επρόκειτο πράγματι γιά ξύλινη κατασκευή. Απλώς, το χρώμα ήταν αυτό που ήταν.

Γύρω-τριγύρω είχε κόσμο, καί -δεξιά όπως έβλεπε- κάγκελα· καί μιά στρατιά φρουρών… αυτών των οπλισμένων μπάσταρδων με τα μαύρα, που τον είχαν φιλοδωρήσει σφαλιάρες πιό πρίν. Όχι πως δεν είχε παντού φρουρούς, αλλά μπροστά καί πίσω απ’ τα κάγκελα είχαν μαζευτεί πολλοί από δαύτους. Προφανώς φύλαγαν μιά στεγασμένη κερκίδα που είχε στηθεί γιά την περίσταση, στο ψηλότερο σημείο της οποίας είχε τοποθετηθεί ένας θρόνος, διακοσμημένος με κομμάτια χρυσού.

Στην κερκίδα είδε συνωστισμένες πολλές παλιόφατσες. Μά, ναί!… η -κακήι τήι τύχηι- κυβέρνηση της χώρας! Ο θρόνος, όμως, παρέμενε άδειος.

Καί γιγαντοθόνες είχε τριγύρω. Πολλές. Παντού. Καί μεγάφωνα.

 

viii. Θάνατος

Όταν πιά ο κόσμος παστώθηκε καί δεν έπεφτε χάμω ούτε μήλο, όταν κανείς δεν μπορούσε να μετακινηθεί έστω καί μισό βήμα, επάνω στην εξέδρα παρατηρήθηκε πηγαινέλα φρουρών. Το πλήθος σιώπησε· η βαρειά αναμονή σκότωνε – αλλά την άντεχαν, κάνοντας σιωπή.

Κάποιοι φρουροί ανέβασαν με τη βία απάνω στην εξέδρα ένα καταματωμένο ανθρώπινο ερείπειο με σχισμένα ρούχα. Ένας άντρας κάπου στα εξήντα του… μά, κι αν ήταν μικρότερος, δεν του φαινόταν. Δεν θα του φαινόταν πιά. Τα μαλλιά του καί τα γένεια του ήταν κάτασπρα, όπως κι οι κόρες των ματιών του. Ο άντρας ισορρόπησε κάπως στην όρθια στάση, ακριβώς στο κέντρο του Π καί κάτω απ’ αυτό, μήν επιτρέποντας να φανεί η προσπάθεια που κατέβαλε. Ατάραχος καί γαλήνιος, παρά την κατάστασή του. Δεν μίλησε, δεν είπε τίποτε, δεν έβγαλε άχνα.

Στήλωσε το βλέμμα του στο άπειρο, μα ήταν φανερό πως δέν έβλεπε. Ήταν τυφλός! Είχε τυφλωθεί απ’ τα βασανιστήρια. Δεν έβλεπε ούτε το φώς του λαμπρού Ήλιου στον ουρανό. Μπορεί μονάχα να αισθανόταν τη θερμότητα.

Όλος ο κόσμος τον κοίταζε μ’ έντονη προσδοκία, περιμένοντας άγνωστο τί. Περιμένοντας απ’ αυτόν, ή απ’ τους φρουρούς; Κανείς δεν ήξερε, όλων οι σκέψεις είχαν νεκρωθεί. Επρόκειτο, ίσως, γιά την μοναδική θεατρική σκηνή, όπου ο πρωταγωνιστής δεν προβλεπόταν καθόλου να πεί, ή να κάνει κάτι.

Ώσπου ακούστηκε μιά σιχαμένη ειρωνική φωνή απ’ τα μεγάφωνα.

“- Κοιτάξτε τον καλά!”

Επειδή όλα τα μεγάφωνα ακούστηκαν ταυτόχρονα, χρειάστηκε λίγο ψάξιμο να εντοπιστεί ο ομιλών. Τελικά, τον είδαν καθισμένον στον θρόνο, τέρμα ψηλά στην κερκίδα. Όπου, προφανώς, είχε πάει ενόσω όλοι πρόσεχαν τον Χαάλ πάνω στη θανατική εξέδρα. Ήταν ένας άντρας ντυμένος με ολόσωμο χρυσό χιτώνα, που το πρόσωπό του το κάλυπτε μιά μάσκα σε σχήμα ανοιχτής βεντάλιας ή οστράκου, με δυό τρύπες γιά τα μάτια.

Ο κόσμος άρχισε να ουρλιάζει καί να βρίζει, ενώ εκτοξεύτηκαν αρκετές φτυσιές. Μόνο που το συγκεντρωμένο πλήθος δεν πρόσφερε καμμία κάλυψη, διότι οι φρουροί παρατηρούσαν προσεκτικά τους πάντες καί τα πάντα. Όρμησαν καί τσάκισαν στο ξύλο όσους διέκριναν να βρίζουν.

Καί τότε, σκοτείνιασαν όλα.

 

Η ολική έκλειψη Ηλίου πάνω απ’ τα κεφάλια τους ήταν κάτι, που δεν το είχαν λάβει υπόψη τους οι περισσότεροι. Ναί, την πρόβλεπαν τα ημερολόγια, αλλά το θέμα ξεχάστηκε εντελώς μπροστά στην προγραμματισμένη εκτέλεση ενός θρύλου.

Γιά εφτά λεπτά της ώρας, όλος ο κόσμος ξανασταμάτησε να κινείται καί να μιλάει, ακόμη κι οι φρουροί. Περίμεναν όλοι να διαβεί η Σελήνη, ώστε να επανέλθει η αστρονομική κανονικότητα – που κάθε άνθρωπος αισθάνεται οικεία μαζί της. Ακόμη κι η χρυσή μάσκα δεν μίλησε καί δεν κινήθηκε γρύ, αν κι ο ψαράς ήταν σίγουρος πως αυτός ο κουκουλωμένος παλιάνθρωπος όλη αυτή την ώρα χαμογελούσε ειρωνικά με τ’ ανθρωπάκια της πλατείας.

Την έκλειψη την είχαν ξεχάσει σχεδόν όλοι, εκτός από ελάχιστους, που τη θυμήθηκαν – καί τη συμπεριέλαβαν στη σκηνοθεσία με πολύ συγκεκριμένο σκοπό. Μά, ναί! Ο συμβολισμός ήταν σαφέστατος, άμα τον σκεφτόσουν λιγάκι! Ποιός κάνει κουμάντο; αυτός που γεννήθηκε κάτω από έκλειψη Ηλίου! Που, άμα λάχει, έχει τη δύναμη να βάλει το σκοτάδι να καταπιεί το Φώς… του Ήλιου-Χαάλ.

 

Όταν ξαναφώτισε ο Ήλιος βασιλιάς, η χρυσή μάσκα έστριψε ελαφρά προς το πλήθος. Χωρίς εντολή, χωρίς φανερή κίνηση από κανέναν, από το πάτωμα της εξέδρας υψώθηκε γρήγορα ένας γυάλινος κύλινδρος, που περιέκλεισε μέσα του τον Χαάλ. Κάπως, όπως βιτρινιάζουν τα εργαστήρια τις σπάνιες πεταλούδες. Ο κύλινδρος έφτασε μέχρι το ταβάνι της κατασκευής καί σταμάτησε.

Η πρώτη σκέψη του ψαρά -αλλά καί πολλών άλλων- ήταν πως θα τον αφήσουν ν’ αργοπεθάνει από ασφυξία… μόνο που δεν υπολόγισαν σωστά πόση κακία καί πόσο σαδισμό μπορεί να κρύβει ένας άτριχος ορθίως βαδίζων πίθηκος. Ξαφνικά, από την οροφή της κατασκευής χύθηκε μέσα στον σωλήνα ένας καταρράκτης βασιλικού νερού. Το τρομερό οξύ κατέφαγε καί διέλυσε το σώμα του Χαάλ σε δευτερόλεπτα.

Καί νά ‘ταν μόνον αυτό… Δεύτερο άγριο σόκ ακολούθησε στα μούτρα του κόσμου. Όταν πιά στον κύλινδρο υπήρχε μονάχα ένα θολό υγρό, ο κύλινδρος απότομα ξανακατέβηκε καί το οξύ χύθηκε έξω, κατατρώγοντας τα πλακάκια εκεί κοντά καί πλησιάζοντας επικίνδυνα τα παπούτσια των θεατών της μπροστά σειράς. Όλοι έκαναν να οπισθοχωρήσουν, αλλά οι φρουροί ανέλαβαν δράση. Μ’ αγριοφωνάρες καί σπρωξιές τους κράτησαν στη θέση τους.

“- Πάρτε μαζί σας τον αρχηγό σας!”, ακούστηκε απ’ τα μεγάφωνα η σιχαμένη ειρωνική φωνή της χρυσής μάσκας.

Κάποιοι θερμόαιμοι είπαν να τα παίξουν όλα γιά όλα στα ζάρια καί ν’ ανεβούν στην κερκίδα, αλλά κάποιοι άλλοι τους συγκράτησαν. “- Τζάμπα κόπος, παιδιά! Είναι ολόγραμμα!”, ακούστηκε από κάμποσα στόματα.

“- Στο εξής,”, συνέχισε η κολασμένη φωνή, “όποιος νομίσει ότι μπορεί να τα βάλει με την κυβέρνηση, αυτήν ακριβώς την τύχη θα έχει!”

 

Η χρυσή φιγούρα στο ολόγραμμα περίμενε μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη, καί μετά έσβησε σε κλάσμα δευτερολέπτου. Το πλήθος δεν είπε τίποτε, αλλά -σαν υπακούοντας σε μυστικό κέλευσμα της κρυμμένης φιγούρας με την τρομερή προσωπικότητα- άρχισε να διαλύεται υπό το παγερό βλέμμα των φρουρών. Μόνον ο ψαράς έμεινε ακίνητος, σαν υπνωτισμένος απ’ όσα βίωσε.

“- Χαάλ!”, ψιθύρισε, ενώι έκανε τρομερή προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά του. “Χαάλ!”, ξανάπε πιό σιγανά, δακρυσμένος πιά – καί χωρίς να κάνει προσπάθεια να το κρύβει. “Χαάλ,”, ξαναμουρμούρισε, “σου ορκίζομαι ότι…”, αλλά δεν ήξερε πιά τί να προσθέσει. Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια!

Ένας άγνωστος διπλανός του, χωρίς να του πεί τίποτε, του έριξε ένα βλέμμα ενοχλημένης περιέργειας, όχι ξέχωρης από κάποια αυστηρότητα. Όμως, όποιος κι αν ήταν αυτός ο διπλανός, ό,τι κι αν ήταν αυτός…

…Είτε συμμαχητής της Αντίστασης, είτε ασφαλίτης, είτε απ’ αυτά τα σιχαμερά σκουλήκια, που σε κάθε εποχή αυτοαποκαλούνται “φιλήσυχοι πολίτες”,…

…ο διπλανός του είχε ένα δίκιο: ξημέρωναν μέρες άσχημες, όπου δεν μπορούσες πιά να εμπιστευτείς κανέναν. Ούτε κάν τον εαυτό σου.

Ούτε τον εαυτό σου.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Παραλειπόμενα

Αυτή η αφηγηματική συνέχεια έρχεται αμέσως πρίν την ιστορία του βιολόγου της Γαλάζιας Αδελφότητας. (Ο οποίος είναι η επόμενη ενσάρκωση του ψαρά, που ζητούσε εκδίκηση.)

 

Καί οι τρείς της αντιαγίας κακοτριάδας των δικτατόρων της Ατλαντίδας (Προμηθέας, Οντουάρπα, Μελχισεδέκ) όντως γεννήθηκαν κάτω από την ίδια έκλειψη Ηλίου, με διαφορά δευτερολέπτων. Αστρολογικώς, αυτό συνεπάγεται στο ωροσκόπιό τους πλήρη σύμπτωση καί ταύτιση Ήλιου καί Σελήνης, δηλαδή συνειδητού καί ασυνείδητου. Όθεν, η δύναμη να κάνουν τους άλλους σκυλάκια τους καί δουλάκια τους, συν η τρομερή τους εξυπνάδα.

Επίσης, (είναι φανερό κι απ’ το κείμενο πως) σκηνοθέτησαν τον θάνατό τους, γιά να δράσουν μετέπειτα καλυμμένοι από την αφάνεια.

 

Τα νεκρά τέρατα στην ύπαιθρο… Δεν είναι καθόλου μύθος. Έχουμε πολλά καί στη σημερινή ειδησεογραφία. Διότι οι “κύριοι” επιστήμονές μας (ειδικά οι ζωϊκοί βιολόγοι) ακολουθούν κατά πόδας τους πνευματικούς προγόνους τους της Ατλαντίδας. (Άσε που μπορεί να έχουν κι απόκρυφη βιβλιογραφία, που τους εξιστορεί τα τότε καμώματα. Ο γράφων, αντιθέτως, ουδόλως συμμετέχει σε τέτοιες σκατοκλίκες. Όσα γνωρίζει, τα γνωρίζει επειδή αναμιμνήσκεται.)

 

Χαάλ σημαίνει Ήλιος. Χαέλιος, Χέλιος, Ήλιος. Είναι η τότε μορφή της λέξης, διότι τότε η Ελληνική ήταν γλώσσα χωρίς καταλήξεις. Αν αναρωτιέστε αν μιλούσαν (μιάς μορφής) Ελληνικά στην Ατλαντίδα, η απάντηση είναι ένα σαφέστατο “- Ναί!”. Καί δή, την ίδια μορφή Ελληνικής μιλούσαμε κι εδώ. Αλλοιώς, ο Δευκαλίων (που τον στείλανε οι δικοί του σε μας, γιά ν’ αποφευχθεί το κοινωνικό σκάνδαλο, μιά που παντρεύτηκε αδερφοξαδέρφη του) θα χρειαζόταν διερμηνέα.

Γενικά, οι Άτλαντες ήταν κι αυτοί μέρος της Ελληνικής φυλής, κι ο μεταξύ μας πόλεμος ένας ακόμη εμφύλιος. Μήν απορείτε καθόλου!

Τώρα, όσον αφορά τα πώς καί τα γιατί της Ελληνικής γλώσσας, ή το ποιός ξεκίνησε τέτοιον εμφύλιο καί γιατί… σαφώς έχω κάνει έρευνα, σαφώς δεν μιλάω στον βρόντο (αλλά βάσει στέρεων πορισμάτων), όμως στα σίγουρα ξέρω πως η δική μου έρευνα επί του θέματος θα συνεχίζεται γιά πολύν καιρό ακόμη. (Των υπολοίπων -των διαφόρων καθηγητάδων των διαφόρων Οξφορδών, εννοώ-, δεν έχει κάν ξεκινήσει! Κι αν ακόμη έχει ξεκινήσει, παραμένει μυστικοπαθής καί μυστική.)

 

Ο Χαάλ, ως φυτικός βιολόγος, μας άφησε -ακόμη κι εμάς, σήμερα- αρκετά “δώρα”. Αμφιβάλλετε; κακώς! Διότι η λεγόμενη “Μεσογειακή διατροφή” δεν είναι καθόλου Μεσογειακή! Η ντομάτα (της οποίας τα φύλλα είναι δηλητηριώδη) κατάγεται από το Μεξικό. Νομίζω καί η πιπεριά. (Όχι της Ινδίας με το μαύρο πιπέρι.) Επίσης το καλαμπόκι, ένα φυτό που παράγει κόλλες, αλλά ταυτόχρονα καί προϊόντα αποκολλήσεως, το βρήκαν δέ εύκολο παιχνίδι (να επεμβαίνουν στο γονιδίωμά του) οι διάφορες εταιρείες τύπου Μονσάντο. Τέλος -κι ενδεικτικά- το ηλιοτρόπιο, από τη Βόρεια Αμερική. 

Επιμένετε ακόμη στο “Μεσογειακή”; Εγώ, καθόλου. Όλ’ αυτά τα φυτά προέρχονται αναμφιβόλως από ένα συγκεκριμένο κέντρο… καί, κατά τη γνωμάρα μου, μήν ψάχνετε: είναι προϊόντα των ερευνών του Χαάλ.

 

Η στεγανή δόμηση της ιεραρχίας της Αντίστασης από τον Χαάλ έχει αντιγραφεί από αρκετούς. (Ενδεχομένως αυτοί να είχαν κρυφή βιβλιογραφία, καί βρήκαν έτοιμες τις συνταγές.) Από τις Τριάδες των Κινέζων, επιτυχώς. Από το δικό μας το ΚΚΕ επί χούντας, ανεπιτυχώς. (Διότι τα υψηλά στελέχη του πάντα είχαν στη διάθεσή τους τους καταλόγους με όλα τα μέλη, πράγμα που ο Χαάλ δεν έκανε.) Καί ενδεχομένως από τη μασωνία κομμουνιστών καί αναρχικών, το ΟΤΟ. Όπου, γνωστά στους παραέξω είναι μονάχα μερικά υψηλόβαθμα μέλη (αρχηγός, γραμματέας, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, κτλ), καί κανείς μα κανείς δεν γνωρίζει τους παρακάτω στην ιεραρχία. (Θεωρητικώς, τουλάχιστον.)

 

Υποβρύχια, ενδεχομένως υπερηχητικά, ναί, υπήρχαν τότε. Όπως καί τηλεοράσεις, καί μεγάφωνα, καί διάφορα άλλα που έχουμε κι εμείς. Σήμερα επιστημονικώς είμαστε καμιά πενηνταριά χρόνια πίσω απ’ την Ατλαντίδα στην ακμή της, καί την πλησιάζουμε τρέχοντας… αλλά καλύτερα να μήν την φτάσουμε ποτέ!

 

Ερημονήσια με μυστικές εγκαταστάσεις; Έ, μά ναί!!! Δεν πρωτοτυπώ καθόλου. Τά ξέρουν κι άλλοι αυτά, μεταξύ των οποίων καί το Φράγκικο Ιερατείο (βλέπε: “Η μυστηριώδης νήσος”), γιά τη γούνα του οποίου έχω αρκετά ράμματα. (Άλλη φορά αυτά.)

Σ’ αυτά τα ερημονήσια κατέφυγε ο Προμηθέας μετά τον καταποντισμό της Ατλαντίδας, ώσπου να ησυχάσουν τα πράγματα. Σ’ ένα από δαύτα (έρημο σήμερα, κατοικία γιά θαλασσοπούλια καί προστατευόμενο από τη συνθήκη Ράμσαρ με απαγόρευση εγκαταστάσεως ανθρώπων – μόνο που δεν θυμάμαι όνομα αυτή τη στιγμή) έζησε μετά από χιλιετίες η Καλυψώ· η οποία έγινε αθάνατη, όταν ανακάλυψε το εργαστήριο με τις συνταγές του Προμηθέα.

Αν αναρωτιέστε ακόμη γιατί λύσσαξαν οι άγγλοι γιά τα Φώκλαντς… Μή σπαταλάτε φαιά ουσία. Σας την έδωσα την εξήγηση. (‘Ντάξ’, δεν είμαι τελείως φευγάτος. Υπάρχει καί η εξήγηση πρώτου επιπέδου, η οικονομίστικη παύλα εξουσιαστική. Εδώ. Αλλά ο κρυφός διακαής πόθος των σημερινών κρατούντων είναι καί παραμένουν τα παν-αρχαία υπερμυστικά… Διότι λεφτά τυπώνουν όσα θέλουν – με το φωτοτυπικό.)

 

Οι πρωταγωνιστές αυτής της φρικτής ιστορίας ξαναζούν. Σήμερα. Στην Ελλάδα. Μαζί μας. Εξακριβωμένο.

Ο Προμηθέας είναι μετανοιωμένος, αλλά παλεύει με τους δαίμονές του. (Δεν τον αφήνουν εύκολα στην ησυχία του οι αναμνήσεις του.) Ωστόσο, δεν ασχολείται με τα τότε καμώματά του. Έχει πάρει συνειδητά άλλον δρόμο.

Ο Μελχισεδέκ ζή …από τότε. Είναι ο μόνος της κακοτριάδας που τη σκαπούλαρε, διότι ο Οντουάρπα -κατά τον Ελληνο-Ατλαντικό πόλεμο- έφαγε ένα αιθερικό όπλο στο κεφάλι καί σχόλασε, ο δε Προμηθέας προτίμησε τον θάνατο την εποχή του Ηρακλή, διότι δεν άντεχε άλλο τις ψυχοπνευματικές απαιτήσεις της αθανασίας.

Ο Μελχισεδέκ, αν έχει επισκεφθεί σήμερα την Ελλάδα, το έχει κάνει μυστικά. (Έχει αρκετή πολιτική επιρροή κι αρκετά χρήματα να επιβάλει σιωπή καί να περνάει ινκόγκνιτο.) Όμως, παραμένει μεγάλο καθήκι, το μέγιστο των τριών, κι άλλο τόσο εκδικητικός (το χουνέρι του 9,600 πΧ δεν το χώνεψε ποτέ), άρα άλλο τόσο επικίνδυνος.

Ο Μελχισεδέκ είναι το πρόσωπο πίσω από τη χρυσή μάσκα.

Ο Χαάλ… έμαθα πολύ πρόσφατα (καί με τρόπο σχεδόν μυθιστορηματικό) ότι βρίσκεται κι αυτός μαζί μας. (Εξ ού καί ο φόρος τιμής, το σημερινό αρθράκι που δεν ήταν τόσο επείγον – καί φυσιολογικά θα γραφόταν σε κάποια άλλη στιγμή.) Προσεύχομαι στον Θεό να μήν πειραχτεί ούτε τρίχα του αυτή τη φορά.

Καί… Πού ξέρεις… Αν χρειαστεί πάλι Αντίσταση;…

Μόνο που αυτή τη φορά δεν θα συμβούν λάθη.

 

Ο προδότης γιατρός βρίσκεται κι αυτός μαζί μας πάλι. Θέλω να υποψιάζομαι πως μέσα του σκυλομετάνοιωσε – καί παλεύει κι αυτός γιά το καλύτερο. Αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Τα «δείγματα γραφής» του δεν συνηγορούν.

Όσο γιά τον ψαρά, αυτός έγινε …μπλόγκερ, αν καί συνεχίζει να είναι άλλο τόσο απερίσκεπτος καί στόκος! Lol!!! (Όσοι περάσαμε καμιά πενηνταριά ενσαρκώσεις καί δεν βάλαμε μυαλό, να μαζευόμαστε σ’γά-σ’γά, να φτιάξουμε σύλλογο!) Απλώς γιά την Ιστορία, δεν ξανασχολήθηκα με το ψάρεμα, αδελφοί μου! Το αφήνω σε άλλους· καί το μαγείρεμα των ψαριών καί των θαλασσινών …σ’ άλλες! Ξανα-lol!!! Τώρα, απλώς χλαπακιάζω τα έτοιμα ψάρια (καί θαλασσινά), τήι συνοδείαι οινοπνευματωδών.

Αφού δεν φαίνεται να έκανα πρόοδο στο πνεύμα, έκανα στο οινόπνευμα! 🙂

 

Τέλος, αν οι καταστάσεις στο αφήγημα (δικτατορία με κρυφούς αρχηγούς, φρουρούς που βαράνε στο ψαχνό, κτλ) σας θυμίζουν εντόνως τίποτε σημερινές αντίστοιχες… Έ… Μήν κοιτάτε εμένα! Δεν φταίω καθόλου!

Όμως, ναί. Επίτηδες προσπάθησα να σας κάνω να νοιώσετε την ομοιότητα!

 

Είναι μακρύς ο δρόμος προς τον Ήλιο -1

5 Σχόλια

Στην ιερή μνήμη του Χαάλ

 

i. Ανατολικά των Αντιλλών, κάπου το 9700 πΧ

θάλασσα. Γαλήνια. Ένα ψάθινο πλατύγυρο καπέλλο. Ένα κορμί μαυρισμένο. Σύνεργα ψαρέματος συστηματικού. Κι όλ’ αυτά, μέσα σε μιά βάρκα με πανί, καταμεσής της γαλάζιας απεραντοσύνης· κάτω απ’ έναν Ήλιο που τηγάνιζε αυγό, παρά την πρώϊμη πρωϊνή ώρα.

Όμως, ο ψαράς δεν ψάρευε… είχε στη διάθεσή του αρκετή ώρα να το κάνει, μέχρι να επιστρέψει. Τα ψάρια του έπρεπε νά φαίνονται, νά ‘ναι φρέσκα.

Ήταν, βλέπεις, κι η αρκετά μακρά διαδρομή προς τα πίσω· η ψαρόβαρκα είχε ανοιχτεί πολύ μέσα. Αλλά τώρα τελευταία αυτό γινόταν καθημερινά, δεν ήταν ασυνήθιστο. Κι αν ξέσπαγαν οι φοβεροί τυφώνες της περιοχής, υπήρχε λύση· κάπου στο βάθος ξεπρόβαλλαν πάνω απ’ το νερό καναδυό νησάκια, καταφύγιο γιά τα θαλασσοπούλια. Η ψαρόβαρκα θα προλάβαινε να πάει εκεί, να δέσει, αντί να ξεκινήσει το απογευματινό ταξίδι της επιστροφής οίκαδε. Κι όταν θα ησύχαζ’ ο καιρός, ξανά πίσω.

Περίμενε μεγάλη μέρα μπροστά του – όπως πάντα. Αλλά, υπομονή. Υπομονή. Τί άλλο;

Ξάφνου, η ραστώνη διακόπηκε. Το αετίσιο μάτι του ψαρά διέκρινε μέσα στο νερό αυτό, που περίμενε από τότε που έφτασε στο σημείο. Ένα κοπάδι ψάρια ερχόταν προς το μέρος του. Ο ψαράς μέτραγε από μέσα του· ένα… δύο… τρία… τέσσερα… Πιστό στο νοερό χρονόμετρό του, ακόμη ένα κοπάδι ξιφίες στο κατόπι των ψαριών. Ο ψαράς χαμογέλασε θριαμβευτικά.

Είχε ήδη καλάρει από πρίν, καί τώρα ήταν η ώρα της συγκομιδής. Θα κρατούσε όσα ψάρια άντεχαν τα δίχτυα του, θα πέταγε πίσω στη θάλασσα τα υπόλοιπα, καί θά κίναγε πιά γιά το σπίτι του.

Όμως, η πραγματική ψαριά δεν ήταν αυτή.

 

ii. Ποσείδια, καμιά πενηνταριά χρόνια πρίν

Η μεγαλοπρεπής, δημοσίαι δαπάνηι, κηδεία είχε πιά τελειώσει… αν καί, από την πλευρά των νεκρών, η τελετή -μεγαλοπρέπεια, ξεμεγαλοπρέπεια- δεν έχει, βέβαια, καμμιά σημασία. Ποτέ.

Πάντως, όλος ο κόσμος σχολίαζε επί μέρες το πώς πέρασαν στον άλλο κόσμο οι τρείς λαμπροί επιστήμονες· το πώς γεννήθηκαν καί μεγάλωσαν μαζί, το πώς σπούδασαν μαζί… τ’ είμαστε, οι άνθρωποι; ένα τίποτα! τ’ είναι η μοίρα; τί παιχνίδια παίζει;… Μά -λέγανε οι πιό ποιητικοί ομιλητές-, κοίτα κάτι πράγματα!… Όση φωτιά δεν πήραν στη γέννησή τους (είχαν γεννηθεί κι οι τρείς τους κάτω απ’ την ίδια έκλειψη Ηλίου), να τους τυλίξει στον θάνατο;

Πυρήνας, όμως, της κουβέντας -κι όταν το μυαλό απωθούσε πιά στα βάθη το βέβαιο κοινό ανθρώπινο τέλος- ήταν η τρομερή, απολύτως επιβλητική προσωπικότητα καί των τριών εκλιπόντων· ποτέ καί πουθενά δεν είχε βρεθεί άνθρωπος, που να μπορεί να τους πεί όχι. Όπως καί στα επιστημονικά επιτεύγματά τους ξόδευαν λόγια  οι τεθλιμμένοι· καί στο πώς χάθηκε μιά μεγάλη ελπίδα γιά το μέλλον της χώρας.

Όντως, δύσκολα θ’ αναπληρωνόταν -στην επιστήμη- το κενό που άφησαν… Αν κι αυτό που ένοιωθε όποιος βρισκόταν δίπλα τους, αυτή η αίσθηση ότι είχαν έναν μαγικό τρόπο να μεταβάλουν τους πάντες σε υποταγμένους δούλους τους, ξύνιζε πολύ. Μόνο που στην παρούσα φάση του πανεθνικού πένθους περίσσευαν τα εγκώμια, κι όχι ο ψόγος.

Αλλά, πάνω στον σκούρο καμβά της γενικής κατήφειας, ζωγραφιζόντουσαν -σ’ έντονη χρωματική αντίθεση- τρία χαμόγελα.

Κάπου μακριά. Πολύ μακριά.

 

iii. Ποσείδια, καμιά δεκαριά χρόνια πρίν

Τα πράγματα στη χώρα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Όλο νέοι νόμοι έβγαιναν, ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον – σε απαγορεύσεις. Καί δεν μπορούσαν ν’ αναζητηθούν πουθενά ευθύνες! Ο ένας άρχοντας έφευγε, ερχόταν ο επόμενος· χειρότερος του προηγούμενου! Ποιός -ή, τί- ήταν το αίτιο γιά τον κατήφορο αυτόν της πάλαι ποτέ ευνομούμενης χώρας, κανείς δεν ήξερε. Κανείς δεν υποψιαζόταν. Αν κι όλοι καταλάβαιναν πως η πηγή του κακού ήταν η ίδια.

 

Ο σεβάσμιος επιστήμονας πότισε τα κακτάκια στο περβάζι του γραφείου του -όπως καθημερινά-, χαμογελώντας τους γλυκά. Ήταν, βλέπεις, παιδιά του… κατά κάποιο τρόπο. Φυτικός βιολόγος ο καθηγητής μας, έπαιζε με το γονιδίωμα γιά να φτιάξει πιό ανθεκτικές καί -γιατί όχι; – πιό όμορφες ποικιλίες. Συνειδητά αποτραβηγμένος απ’ τη συνάφεια των πολλών, κάτι σαν κοσμοκαλόγερος, μόνη του χαρά αποτελούσαν τα φυτά του καί τα λουλούδια του.

Είχε οικογένεια; δεν είχε; είχε κάποτε; κανείς δεν ήξερε· ο ίδιος δεν ξανοιγόταν γιά τα προσωπικά του. Το μόνο βέβαιο, όμως, ότι δεν ανακατευόταν με τις πανεπιστημιακές κλίκες· αλλά κι αυτές τον αφήναν ήσυχο, λόγωι σεβασμού – καί τηρώντας μιά άτυπη αμοιβαία απόσταση από τα νοητά σύνορα ανάμεσό τους, όπως την τηρούσε κι αυτός.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει το πότισμα, όταν χτύπησε η πόρτα. Ήταν δυό άγνωστοι άντρες, μ’ ενδυμασία χωρικού.

 

Μετά τις συστάσεις, οι δυό επισκέπτες του αφηγήθηκαν πως στο χωράφι τους είχαν βρεί ένα τέρας. Ψόφιο. Τέρας; Ναί!… Που ήταν κι έμοιαζε έτσι κι έτσι κι έτσι. Τον βεβαίωσαν κατ’ επανάληψη πως ήταν ειλικρινείς, δεν λέγαν ψέμματα.

Καί γιατί ήρθαν σ’ αυτόν, αφού ήταν αναρμόδιος; Γιατί δεν πήγαιναν στους συναδέλφους του της ζωϊκής Βιολογίας; “- Αφού έχουμε ακούσει πολύ καλά λόγια γιά σας, καί δεν έχουμε πουθενά αλλού εμπιστοσύνη!”, του έπλεξαν δειλά καί σεμνά το εγκώμιο οι δυό άντρες.

Ο καθηγητής κούνησε το κεφάλι του σκεπτικός. “- Το αναφέρατε στις Αρχές;” “- Όχι!”, είπε ο ένας τους σχεδόν τρομαγμένος. “Απλά το κρύψαμε κάπου, ελπίζοντας ότι θα καταδεχθήτε να έρθετε να το δείτε. Μετά, είτε έρθετε, είτε όχι, θα το θάψουμε – καί δεν θα μιλήσουμε σε κανέναν άλλον.”

Ο καθηγητής δεν αγαπούσε τα πολλά λόγια. Μιά εκδρομή επί τόπου, επιβεβαίωσε πλήρως τα περί τέρατος.

 

Τις επόμενες μέρες, οι ίδιοι άντρες ήρθαν ακόμη καναδυό επισκέψεις στο γραφείο του. Αυτή τη φορά οι αναφορές ήταν από φίλους τους, ψαράδες· είχαν πιάσει ψάρια ασυνήθιστα… τέρατα στην εμφάνιση! Όχι πολλά· καναδυό, μέσα σ’ ολόκληρο κοπάδι αλιευμάτων. Αλλά δεν είχαν ποτέ τους ξαναδεί κάτι τέτοιο.

Ο καθηγητής ξαναπήγε γι’ αυτοψία· στο μεταξύ, είχε βρεί την πειστική δικαιολογία γιά τους φιλοπερίεργους στο πανεπιστήμιο: “- Ψώνια, που νομίζουν ότι έχουν πρωτοποριακές ιδέες γιά τη βελτίωση των καλλιεργειών! Το μόνο που έχω να εφεύρω, είναι ο τρόπος να τους διώξω ευγενικά! Πώς εσείς αντιμετωπίζετε δοκησίσοφους συνταξιούχους, που δεν έχουν με τί ν’ ασχοληθούν, καί νομίζουν πως βρήκαν τον τρόπο να τετραγωνίζουν τον κύκλο;”

Είχε, βέβαια, φροντίσει να δασκαλέψει σχετικά τους νέους φίλους του. Ήταν ολοφάνερο πως η υπόθεση αυτή βρωμούσε μπαρούτι, καί δεν έπρεπε να ξεφύγουν κουβέντες. Πουθενά.

 

iv. Στα δυτικά χωράφια της νήσου Ατλαντίδας, μερικούς μήνες μετά

Ερχόταν πιά από μόνος του, αφού πρώτα φρόντιζε να μην τον παίρνει χαμπάρι κανένας. Τα μέγιστα, βέβαια, βοηθούσε σ’ αυτό η αποστροφή του προς τις παρέες καί τα γλέντια – η αυταπομόνωσή του από την κοινωνία. Η δικαιολογία που είχε βρεί, δεν θα στεκόταν μετά την τρίτη, κάνε την τέταρτη επίσκεψη… αλλά εδώ είχε πετύχει δυό καινούργιους καλούς φίλους, καί την ανθρώπινη ζεστασιά που δεν έβρισκε αλλού. Τώρα δεν είχε μόνο τα κακτάκια του παρέα! Γι’ αυτό άρχισε από μόνος του να πλησιάζει την ύπαιθρο με τους ανθρώπους της.

Όπως κάποτε… Τότε, που, νέος όντας, εκπονούσε τις πρώτες του πανεπιστημιακές εργασίες.

Όταν το σκέφτηκε, χαμογέλασε. Τελικά, ήταν κι οι αναμνήσεις ένας τρόπος, γιά να παρατείνεται η νεότητα! Λίγο παράξενος, τώ όντι, αλλά πάντως τρόπος υπαρκτός. Καί λειτουργών.

 

Οι φίλοι του οι αγρότες τον κερνούσαν αγνά προϊόντα της υπαίθρου, κι αυτός αφειδώς τους έδινε γεωπονικές συμβουλές. Ώσπου, μιά φορά… θες ότι είχαν γνωριστεί γιά τα καλά πιά, θες η ζεστασιά της κουβέντας… ο ένας τους ξεκίνησε να τα λέει έξω απ’ τα δόντια. Λαϊκός άνθρωπος μπορεί να ήταν, αλλά χαζός δεν ήταν.

Η αιτία του κακού (των τεράτων καί των τερατωδών νόμων) ήταν αυτό, που θα υποψιαζόταν ο καθένας· εκεί πήγαινε η σκέψη! Εκεί κολλούσε, λες κι ήταν μοιραίο κι αναπόφευκτο. Μόνο που -παρά τον μαγνητισμό του συμπεράσματος- το μυαλό δίσταζε να κάνει το επόμενο βήμα. Πώς γίνεται ένας νεκρός να είναι ζωντανός;

Γίνεται καί παραγίνεται, αν δεν είναι νεκρός εξ αρχής.

Του μίλησαν.

Κατάλαβε. Είχε ήδη καταλάβει.

“- Εμείς εδώ με κάτι φίλους σκεφτήκαμε…”

Του πρότειναν.

Δέχτηκε.

Εκείνη τη στιγμή, η Αντίσταση κι ο θρυλικός αρχηγός της μόλις είχαν γεννηθεί.

 

v. Καί το όνομα αυτού;

Χαάλ!

Ήλιος, ο ανίκητος! Ήλιος, ο ζωοδότης! Ήλιος, σαν την ανθρωπότητα καί το πρέπον μέλλον της· σαν τις ελπίδες. Καί σαν τ’ αγαπημένα του ηλιοτρόπια.

Ένα όνομα, που άρχισε να προφέρεται παντού. Στην αρχή, ψιθυριστά. Μετά, όλο καί πιό δυνατά. Όχι, όμως, τόσο δυνατά, ώστε να τ’ ακούσουν αυτιά ανεπιθύμητα.

Ο Χαάλ οργάνωσε τους ανθρώπους του με τρομερή οξυδέρκεια· ώστε, ακόμη κι αν συλλαμβανόταν κάποιος, να μην έκανε ζημιά σ’ άλλα άτομα, πέρα από καναδυό το πολύ – καί άν. Διότι, ακόμη κι οι κατονομαζόμενοι δεν θα πιανόντουσαν… είχαν διδαχθεί τον τρόπο να μαθαίνουν ανά πάσα στιγμή τί συνέβαινε στον τομέα ευθύνης τους, καί -με την πρώτη στραβή- θά ‘χαν όλον τον καιρό να διαφύγουν. Μέσα στο οικοδόμημα της Αντίστασης, η ροή της πληροφορίας ήταν απόλυτα ελεγχόμενη.

 

vi. Στη βάρκα, προς το λιμάνι

Ο ψαράς είχε απ’ ώρα τακτοποιήσει τα σύνεργά του καί τα ψαρεμένα στα καλάθια, κι η μόνη του έγνοια ήταν πιά να χειρίζεται το πανί καί το δοιάκι. Το απογευματινό αεράκι ήταν πρίμο, καί τον γλύτωνε απ’ τις πολλές κινήσεις.

Χαμογέλασε πάλι· πράγματι υπήρχαν σοφοί συναγωνιστές του στ’ ανώτερα κλιμάκια. Μά, ναί!… Αν ήταν από φυσικού, οι ξιφίες θα ριχνόντουσαν αμέσως στο κατόπι των ψαριών που έπιασε. Αλλά πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα, πριν συμβεί αυτό! Όσα περίπου πρόβλεπαν οι ορμήνειες απ’ την Αντίσταση. Άρα, όντως κάτι τα τρόμαξε τα ψάρια… κάτι, που πέρασε από κάτω τους· ή δίπλα τους. Ή ανάμεσό τους. Ένα απολύτως υδροδυναμικό, απολύτως υπερταχύ υποβρύχιο, του οποίου τη ρότα υπολόγισε από την κίνηση των ψαριών. Τό ‘ξερε πως ήταν υποβρύχιο, αν καί οι άλλοι δεν του τό ‘χαν πεί καθαρά. Ήταν ευνόητο ότι ο καθένας δεν έπρεπε να ξέρει περισσότερα απ’ το πρέπον. Ακόμη κι απ’ τα μισόλογα, όμως, κατάλαβε.

Το σκάφος είχε βάλει πλώρη γιά τα νησάκια με τα ψαροπούλια· ο ψαράς μας σκέφτηκε πως κάτι έτρεχε εκεί, αλλοιώς πρός τί τόση μυστικότητα; Προφανώς κάποιος (ή κάποιοι) κάτι γυρεύανε στις ερημιές αυτές, που δεν έπρεπε να το προσεγγίσει όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Τί, όμως; Τ’ αυγά απ’ τα ψαροπούλια; Έ, όχι δά!

Γέλασε με τη σκέψη· σταμάτησε να γελάει, όταν σκέφτηκε πως τα ερημονήσια πρέπει να έχουν οικήματα. Κι εφ’ όσον δεν έβλεπε τίποτε πάνω απ’ το έδαφος, αυτά πρέπει να ήταν υπόγεια. Ποιός, όμως, τά ‘φτιαξε; καί πότε; Δεν θα το μάθαινε ο ίδιος, που ήξερε τις θάλασσες αυτές σαν την τσέπη του; Δεν θα τό ‘παιρνε χαμπάρι, μιά που τα οικήματα δεν χτίζονται σε μιά μέρα;

Όμως, είν’ αλήθεια πως, παρά τον κομπασμό του, ποτέ δεν ξανοιγόταν τόσο μακριά στον ωκεανό. Το μακρυνό ψάρεμα απαιτεί παρέα, ποτέ δεν πας μόνος σου. Τί θα γίνει, δηλαδή, αν συμβεί η στραβή; Σαν είσαι μόνος σου, πάς! Τελείωσες! Τα μοναχικά αυτά ψαρέματα τα έκανε μονάχα τώρα τελευταία, κατόπιν εντολής της Αντίστασης.

 

Έφτασε στο λιμάνι με τη δύση του Ήλιου. Χαμογέλασε ξανά… κάνοντας νοερά τον συσχετισμό του μεγαλοπρεπούς πορτοκαλί δίσκου που κατέβαινε, με το πολεμικό ψευδώνυμο του αρχηγού. Ο Ήλιος τον συντρόφευε όλη τη μέρα, όπως ο Χαάλ έστεκε κάπου ψηλά κι επόπτευε όλη την Αντίσταση! Ο Χαάλ, που ο ψαράς δεν τον γνώριζε, κ’ ίσως να μην τον γνώριζε ποτέ. Μακάρι, όμως, μιά μέρα, όταν όλα θά ‘ταν πάλι όμορφα. Τότε θα τον πλησίαζε, καί θα τού ‘σφιγγε το χέρι. Χωρίς λόγια. Δεν χρειαζόταν.

Παρέδωσε τα ψάρια του σ’ έναν άλλον άντρα, καί στάθηκε να πεί δυό κουβέντες. Ήξερε πως ο άλλος ήταν κι αυτός της Αντίστασης. Άλλως τε, γνωριζόντουσαν από παιδιά. Υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη μεταξύ τους.

“- Υποβρύχιο, έ;”

Ο άλλος χαμογέλασε καί δεν είπε τίποτε.

“- Λέω μιά μέρα ν’ ανέβω επάνω στα νησάκια, να δώ τί σκαρώσανε.”

Ο άλλος πάγωσε.

“- Ούτε να το ξανασκεφτείς! Κινδυνεύει η ζωή σου!”, είπε σφυριχτά. “Δε μου λες;!”, συμπλήρωσε. “Πόσο κοντά πλησιάζεις;”

“- Από ‘κεί που καλάρω, έ; Χμμμ… Το πολύ σε μιά ώρα, πατάω πόδι στα νησιά.”

Ο συνομιλητής του παλάβωσε. Έσκυψε στ’ αυτί του ψαρά. “- Μην ξαναπλησιάσεις τόσο κοντά! Εντολή της Αντίστασης! Δε μου λες, πόσες φορές πλησίασες τόσο;”

“- Δύο, τρείς…”, ανασήκωσε τους ώμους του.

“- Ο μόνος λόγος που ακόμη δεν σε κλάψαμε μέσα σε φέρετρο, είναι ότι δεν σε είδαν. Βγαίνουν στο νησί από την άλλη πλευρά, την ανατολική. Γι’ αυτό δεν σε είδαν καί δεν τους είδες.”, του γύρισε με μόλις συγκρατούμενα νεύρα.

“- Μά, δεν πρέπει να μάθουμε τί κάνουν εκεί;”

Ο άλλος έμεινε γιά κάποιες στιγμές σιωπηλός. Τού ‘ριξε ένα βλέμμα θυμωμένης έκπληξης, λες καί μιλούσε σε ζωντόβολο καί πήγαιναν τα λόγια του στράφι.

“- Δεν είναι δική σου δουλειά!”, είπε αυστηρά στο τέλος. “Καί μήν επανέλθεις στο θέμα.”

Ο συνομιλητής του έκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε. Η ψυχρότητα δεν ήταν ο καλύτερος αποχαιρετισμός μεταξύ παλιόφιλων.

“- Πρέπει, όμως, να σ’ επαινέσω. Άριστη δουλειά!”, του χαμογέλασε καί τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. “Καί, πού ‘σαι; ένας καλός μαχητής δεν φτιάχνεται από τη μιά μέρα στην άλλη!”, τού ‘κλεισε το μάτι. “Μή χαραμίζεσαι σε απερισκεψίες! Δεν θέλουμε να σε χάσουμε!”

 

Ο Χαάλ, οργανώνοντας την Αντίσταση, είχε ανακαλύψει πως οι ψαράδες ήσαν οι ιδανικοί άνθρωποί του. Μπορούσαν να μετακινηθούν με τις βάρκες τους, να πάνε παντού όπου πλεύση… καί να δραπετεύσουν, αν χρειαζόταν. Ή, να βοηθήσουν άλλους να δραπετεύσουν. Οι περισσότεροι είχαν οξύτατη όραση, ώστε να κατασκοπεύουν απαρατήρητοι. Η δέ δουλειά τους ήταν το ιδανικό προκάλυμμα γιά την κατασκοπευτική δραστηριότητά τους – που εντοπιζόταν κυρίως στα ερημονήσια, όπως ανακάλυψε η Αντίσταση από νωρίς.

Το μόνο παραπανίσιο που έπρεπε να κάνουν, ήταν να λένε ψέμματα γιά το πού πάνε. Αλλά κι αυτό καλυπτόταν! Ο Χαάλ ήξερε άριστα πως τα είδη των ψαριών δεν βρίσκονται όλα παντού· υπάρχουν περάσματα, βοσκοτόπια… Άρα, το ψέμμα του προορισμού κάθε ψαρά έπρεπε να έχει υποστήριξη. Έτσι, όποιος έλεγε πως γιά παράδειγμα θα πάει να ψαρέψει ξιφίες, αλλά ποτέ δεν πάταγε στα περάσματά τους εκείνη τη μέρα, το βράδυ κυκλοφορούσε με ξιφίες στα κοφίνια, ώστε να μην ξεκινήσει περίεργες ερωτήσεις στα διάφορα στόματα.

Δεν εφοδιαζόταν από κάποιο θαύμα εξ ουρανού, βέβαια.

Άσε που ο διάολος έχει πολλά ποδάρια· οι τρείς δήθεν μακαρίτες είχαν κάνει διατριβή στα ψάρια των νοτίων θαλασσών. Όσο κι αν απ’ τα επιστημονικά νιάτα τους δεν είχαν ξανασχοληθεί με ψάρια, αυτό με τη διατριβή τό ‘ξερε ο Χαάλ, κι είχε λάβει τα μέτρα του.

 

(επόμενο)