Πολλά τρισηλίθια «σαβουάρ βίβρ» γράφτηκαν αυτές τις μέρες ανά τα Ελληνόφωνα ιντερνέτια, τα οποία χαζοευγενικά μου δώσαν αγρίως στα νεύρα.

[Πχ: «- Κύριε Αποτέτοιε μας, αποτύχατε! Να παραιτηθήτε!» Γιά τόση ευγένεια μιλάμε! Μόνο: «- Σας παρακαλούμε πολύ – κι άμα θέλετε, να σας γλείψουμε καί την κ@λοτρυπίδα, μπας καί παραιτηθήτε!» δεν γράψανε.]

Ωστόσο, όλ’ αυτά επιβεβαίωσαν την πάγια θέση μου, ότι ο σημερινός Ελλαδέζος δεν ξέρει ούτε την πολιτική αλφαβήτα.

Έ, ναί. Διότι κανείς δεν μίλησε γιά το αυτονόητο: γιά εκτελεστικό απόσπασμα! Όπως κανείς δεν είχε μιλήσει ούτε επί πονηρού Αντρεοπαπαντρέου, ειπόντος: «- Ο πολιτικός που αποτυγχάνει, πάει σπίτι του!»

[Σοβαρά, ρέ μεγάλε; τί μας λές; επειδή σε συμφέρει; Γιά να ξανάρθει ο αποτυχών πολιτικός (τελείως ανέμελος κι ατιμώρητος) μετά από κάποια χρόνια να μας κατσικωθεί πάλι στην καμπούρα, ως «σωτήρας»;

Ο πολιτικός που αποτυγχάνει, θα είναι ΠΟΛΥ τυχερός αν δεν πάει στο εκτελεστικό απόσπασμα καί πάει σπίτι του.]

Όπως δεν μίλησε κανείς, ούτε καί γιά να προτρέψει τον κουκλοχαιρετάκια ν’ αυτοκτονήσει. Γιά τόσο κοτόπουλα, μιλάμε.

. . . . . . .

Λοιπόν, γιά να τελειώνουμε με τα νήπια, που μού ‘χουν καί πολιτική άποψη, τρομάρα τους (καί ψηφίζουν κιόλας – τρομάρα όλων μας), θα δώσω σήμερις μία καί καλή τους ορισμούς του κόμματος καί του πολιτικού.

. . . . . . .

Γιά να είμαι ειλικρινής, τον ορισμό του κόμματος δεν χρειάζεται να τον δώσω εγώ· τον έδωσε ο Εμμανουήλ Ροΐδης το 1875. Αλλά, παραμένει απαράλλαχτος μέχρι σήμερα.

Είναι ο ακόλουθος: (από εδώ)

Κόμμα: Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσι και ν’ α(νο)ρθ(ρ)ογραφώσιν,(*)

εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν,

οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι να αναβιβάσωσιν αυτόν

δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού,

ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι.

( * Η λέξη, όσο τό ‘ψαξα, απαντά καί με τις δυό μορφές. Αρθρογραφώσιν, ανορθογραφώσιν.

Ρίξτε, πάντως, καί μιά ματιά στην υπόλοιπη σελίδα, να δήτε τί άλλο είπε ο μέγιστος. Αξίζει.)

. . . . . . .

Τον απόλυτο ορισμό, τώρα, του πολιτικού, τον έδωσε η μακαρίτισσα η μάνα μου.

«- Φαντάσου», είπε, «έναν καλοντυμένον, χαμογελαστόν, με μπλέηζερ καί μαντηλάκι στο τσεπάκι, να στέκεται στην κεντρική πλατεία καί να χαιρετάει τα πλήθη.

Κάποια στιγμή, περνάει ένας καί τον φτύνει -φτού!- στα μούτρα.

Αμέσως μετά, περνάει άλλος. Φτού! κι αυτός.

Μετά, περνάει άλλος, συναχωμένος. Αυτός του τη φυλάει πηχτή: χρρρρ-χφθούππ!!!

Μετά, περνάνε κι άλλοι καί τον φτύνουν.

Στο τέλος, όταν δεν περνάει πιά κανένας, ο τύπος αυτός ρωτάει φωναχτά:

‘- Είναι κανένας άλλλος να φτύσει;’

Δεν απαντάει κανείς, οπότε ο τύπος βγάζει το μαντηλάκι, σκουπίζεται, ξαναχαμογελάει, καί συνεχίζει να χαιρετάει τα πλήθη, σα να μην έτρεξε τίποτε.

Έ, παιδί μου, αυτός είναι ο πολιτικός!», κατέληξε την αφήγησή της η μάδερ μου.

. . . . . .

Τα παραπάνω, μάθετέ τα απέξω. Καί βάλτε μυαλό, μερικοί-μερικοί... που μου θέλετε κι ευγένειες απέναντι σ’ εγκληματίες.